Συνολικές προβολές σελίδας


Απ' τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά, και σαν πρώτα ανδρειωμένη, χαίρε, ω χαίρε, Ελευθεριά!

Παρασκευή 31 Ιουλίου 2009

Η ΠΛΑΤΥΤΕΡΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ

«Η ΠΛΑΤΥΤΕΡΑ ΤΩΝ ΟΥΡΑΝΩΝ»
ΥΠΟ ΙΩΑΝΝΟΥ Π. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ
ΑΘΗΝΑΙ 1971


Διήγησις περί της Θαυματουργού Εικόνος της Υπεραγίας Θεοτόκου της επιλεγομένης «ΤΡΙΧΕΡΟΥΣΗΣ»

Η Ιστορία της Τριχερούσης Αγίας εικόνος υπάρχει συνηνωμένη τοις συμβεβηκόσιν εν τω βίω του Οσίου και Θεοφόρου Πατρός ημών Ιωάννου του Δαμασκηνού, του γνωστού ασματογράφου της ημετέρας Αγίας εκκλησίας.
Ούτος ο Όσιος σφοδρώς πατάσσων εγγράφως τε και προφορικώς την των Εικονομάχων αίρεσιν, και υπό του θείου ζήλου παρακινούμενος, εσυκοφαντήθη δια τούτο παρά του Αυτοκράτορος Λέοντος του Ισαύρου (κατά τον η’ αιώνα) προς τον άρχοντα της Δαμασκού, παρά τω οποίω κατείχε ο Όσιος υπούργημα επίσημον ο δε άρχων μηδόλως ερευνήσας την υπόθεσιν, και μη υποπτευόμενος, ότι ο Βασιλεύς καταφέρεται μυστικώς κατά του Ιωάννου διέταξεν ίνα εκκοπή η δεξιά αυτού, ως γράψασα δήθεν επιστολάς προς τον ρηθέντα θηριώνυμον Λέοντα, πεπληρωμένας πνεύματος εχθρικού και προδοσίας κατά του άρχοντος αυτού • απεκόπη λοιπόν η χειρ και δια πλείοντα φόβον πάσης της πόλεως, εκρεμάσθη εν δημοσίω τόπο προς δε το εσπέρας, ότε κατεπράϋνεν ο θυμός του Άρχοντος της Δαμασκού, παρεκάλεσεν αυτόν ο Όσιος δια μέσου άλλων φίλων αυτού, ίνα χορηγηθή αυτώ η άδεια όπως καταβιβάση και λάβη την κρεμασμένην παλάμην της εκκοπείσης δεξιάς αυτού, ο δε άρχων καταπεισθείς εις τας μεσιτείας των εν τω παλατίω φίλων του Ιωάννου, διέταξεν ίνα η παλάμη επιστραφή προς τον πάσχοντα.
Επιστάσης δε της νυκτός εκλείσθη ο Άγιος Ιωάννης εις το ευκτήριον αυτού, και προσαρμόσας την νεκράν παλάμην αυτού εις την θέσιν αυτής έπεσεν ενώπιον της αγίας Εικόνος της Θεοτόκου και κλαύσας πικρώς μετά πίστεως θερμοτάτης και αγάπης εγκαρδίου παρεκάλει αυτήν, ίνα θεραπεύση την δεξιάν αυτού, προς υπεράσπισιν μεν της ορθοδοξίας, προς έλεγχον δε και κατατρόπωσιν της ενδυναμουμένης αιρέσεως των Εικονομάχων ούτως ουν ευχόμενος εκτενώς ο Όσιος ενύσταξεν ολίγον, και αμέσως είδεν εν οράματι την Θεοτόκον, ατενίζουσαν προς αυτόν βλέμμα φωτεινόν και ιλαρόν και λέγουσαν : «Ιδού η χειρ σου είναι ήδη υγιής μη λυπάσαι του λοιπού, και εκπλήρωσον εκείνο το οποίον μοι υπεσχέθης εν τη προσευχή σου».
Ο δε Ιωάννης διϋπνισθείς εψηλάφει την εαυτού δεξιάν, και μετά βίας επείσθη εις τας εαυτού αισθήσεις, ότι η χειρ αυτού αποκατέσθη υγιής, ως και πρώτον, και ούτε ίχνος των οδυνών έμεινεν εις αυτόν, αλλά μόνον εις ένδειξιν και μαρτυρίαν του θαύματος, εκεί όπου ην κεκομμένη η χειρ έμεινε σημείον μία ερυθρά γραμμή αιματώδης. Εκπλαγείς όλως ο Ιωάννης και συγκινηθείς εις ανέκφραστον ευγνωμοσύνην προς την Θεοτόκον, δια την μεγάλην αυτής ευεργεσίαν ταύτην και έλεος, κατεσκεύασεν εις αιώνιον μνήμην του θαύματος τούτου, μίαν παλάμην αργυράν και επέθηκεν αυτήν εις την αγίαν Εικόνα (Ο Θεοδώρητος Κύρου, λέγει ότι οι Χριστιανοί είχον συνήθειαν να κρεμώσι διάφορα αφιερώματα επί των αγίων λειψάνων, εις ενθύμησιν ων απήλαυσαν παρ’ αυτών θαυμασίων.), ήτις εκ τούτου μετά ταύτα έλαβε και επωνυμίαν, του να λέγηται Τριχερούσα, το μέγα τούτο θαύμα της ιάσεως της χειρός του Ιωάννου εξέπληξεν άπαντας τους κατοίκους της Δαμασκού, καθώς και τον ίδιον Άρχοντα αυτής, όστις ηγάπησε τον Ιωάννην περισσότερον παρ’ όσον ηγάπα αυτόν προ του συκοφαντήση αυτόν ο Λέων, τρέφων προς αυτόν ιδιαιτέρα τινα αισθήματα αγάπης, και μετά πολλήν αντίστασιν, έδωκεν αυτώ την άδειαν, του να αφίση το κοσμικόν υπούργημα, και να εισέλθη εις την Λαύραν του Αγίου Σάββα του Ηγιασμένου.

Αναχωρών δε της Δαμασκού ο άγιος Ιωάννης παρέλαβε και την αγίαν εικόνα, ενώπιον της οποίας έλαβε την θεραπείαν, ήτις εν τη ρηθείση Λαύρα εκ των μέσων του η’ , μέχρι του ιγ’ ,αιώνος, ήτοι μέχρι της εκείσε αφίξεως του περιωνύμου Σάββα Αρχιεπισκόπου Σερβίας, προς ον και εδωρήθη αύτη εκ της Λαύρας ευλογίας χάριν, δι’ ιδιαιτέρας εις τούτο ευδοκίας αυτής της Θεομήτορος • ο δε Ιερός Σάββας αναχωρήσας εκ Παλαιστίνης μετεκόμισε και την αγίαν εικόνα εις Σερβίαν, όπου και διέμεινεν • αλλά πόσον καιρόν διέμεινεν, τούτο υπάρχει άδηλον καθότι δεν υπάρχουσι στερεαί αποδείξεις, τούτο δε μόνον είναι γνωστόν, και μάλιστα κατά τας εζωγραφισμένας του Χελιανδρίου ιστορικάς αναμνήσεις, ότι επί της συμβάσης εν Σερβία ανωμαλίας, η εικών της Τριχερούσης ετέθη επί όνου, ο δε όνος αφέθη ελεύθερος εις την θέλησιν της Βασιλίσσης των Ουρανών, ήτις δια της εικόνος αυτής ηυδόκησε να ξενιτεύση επ’ αυτού, και άνευ τινός ανθρωπίνης οδηγίας ήλθεν ο όνος εις το Άγιον Όρος, ακολουθούντων αυτώ μακρόθεν ανθρώπων τινών, και έστη ενώπιον της Ιεράς Μονής του Χελιανδαρίου όλως ακίνητος (Η του όνου οδοιπορία μετά της Θεομητορικής εικόνος, και έλευσις αυτού ενώπιον της Μονής, υπάρχουσι ζωηρώς εζωγραφισμένα κατά την οδόν την άγουσαν εκ της θαλάσσης εις την Μονήν, εν τω ανεγερθέντι προσκυνηταρίω, όπου έστη ο όνος της Θεομήτορος • εις ανάμνησιν του θαύματος και μέχρι του τοιούτου τόπου η Αγία εικών εφανερώθη, εκτελείται κατ’ έτος λειτανία εις δόξαν της Θεομήτορος. ) οι δε αδελφοί μετά μεγάλης πομπής εδέχθησαν την εικόνα της Θεομήτορος και έθεντο αυτήν εντός του ιερού Βήματος του Καθολικού Ναού όπου και διέμεινεν, άδηλον πόσον καιρόν εξήγαγεν όμως αυτήν εκείθεν εν περιστατικόν, το οποίον και έχει ως ακολούθως.
Ο Καθηγούμενος της Ιεράς Μονής Χελιανδρίου ετελεύτησε και η εκλογή του νέου Ηγουμένου επροξένησε πολλάς και μεγάλας ταραχάς εις την αδελφότητα και καθότι άλλοι μεν ήθελον άλλον, άλλοι δε άλλον, τόσον, ώστε, η Αδελφότης εχωρίσθη εις δύο κόμματα, και ανεφύησαν έριδες και φιλονικείαι.
Αι ταραχαί αύται της αδελφότητος παρηνόχλησαν και την Θεοτόκον, εις της οποίας το Άγιον όνομα υπάρχει αφιερωμένον και αυτό το ιερόν Μοναστήριον.
Αυτή μόνη η Πανύμνητος Δέσποινα εισήχθη και επενέβη εις την φιλονεικουμένην υπόθεσιν ταύτην της αδελφότητος, εις την οποίαν και έδωκε λύσιν και διεύθυνσιν ειρηνικήν με τον ακόλουθον τρόπον :

Εν μια των ημερών συνήχθησαν οι αδελφοί ως έθος εις τον όρθρον και βλέπουσιν ότι η Εικών της Τριχερούσης ίστατο ουχί εντός του Βήματος εις το ίδιόν της τόπον, αλλ’ εις τον Καθηγουμένου • νομίσαντες δε ότι τούτο ην έργον των υπηρετών της εκκλησίας, μετέφερον πάλιν αυτήν οι αδελφοί εις το άγιον Βήμα • αλλά και τη ερχομένην ημέραν πάλι εφάνη επί τον του Καθηγουμένου τόπον, αλλά και πάλι έθεντο αυτήν εντός του ιερού Βήματος, διατάξαντες συγχρόνως και επιτήρησιν αυστηράν, σφραγίσαντες και τας θύρας της εκκλησίας • εν τούτις όμως και την τρίτην ημέραν η Εικών ευρέθη εν τω του Καθηγουμένου τόπω. Εν όσω δε οι αδελφοί εθαύμαζον το παράδοξον τούτο, ιδού και έρχεται εις ερημίτης έγκλειστος, και γνωστός σχεδόν τοις πάσι, και μοναδικός σχεδόν μεταξύ αυτών ένεκα της υψηλής αυτού διαγωγής, και διηγείται αυτοίς μίαν οπτασίαν, εν η η Θεοτόκος ηυδόκησεν, ίνα εκφρασθή και ειπή ότι οι αδελφοί, να μη ενοχλώσι του λοιπού την αυτής εικόνα, εκ του τόπου του Καθηγουμένου, καθότι προς αποφυγήν της ασυμφωνίας και επί του παρόντος και κατά το μέλλον, ήτις συμβαίνει, ότε εκλέγονται Ηγούμενοι, βούλεται ίνα κατέχη αυτή μόνη δια της θείας Εικόνος αυτής την του Καθηγουμένου θέσιν και αμέσως να διοική και κυβερνά το ιερόν Μοναστήριον. Έκτοτε λοιπόν ούτε εκλέγουσιν, ούτε υπάρχει Ηγούμενος εν ενεργεία παρά της αδελφότητος, αλλ’ υπάρχει μόνον Προηγούμενος, ή τοποτηρητής του Καθηγουμένου, επιτηρών τας υποθέσεις της Μονής • η δε του Καθηγουμένου θέσις, εν τη εκκλησία, πάντοτε υπάρχει κενή, εφ’ ης και ίσταται η αγία εικών της Τριχερούσης.

Επειδή λοιπόν εν τούτω τω Μοναστηρίω ουχ υπάρχει Ηγούμενος ως δεδήλωται, οι Εκκλησιάρχαι και οι εφημερεύοντες Ιερομόναχοι πάντοτε λαμβάνουσιν ευλογίαν παρά της αγίας εικόνος της Τριχερούσης, δια να σημάνωσι τους κώδωνας και δια να ποιήσωσι την έναρξιν εκάστης ακολουθίας • όθεν κατά το επικρατούν εν τω αγίω Όρει έθος, ενδυθέντες τους μανδύας αυτών προσέρχονται τη Αγία Εικόνι, και ποιήσαντες ενώπιον της Θεομήτορος δύο μετάνοιας εδαφιαίας μετά του σημείου του Τιμίου Σταυρού, ασπάζονται την αγίαν αυτής δεξιάν, είτα και ενώπιον της Προεστώσης, ποιούσι και τρίτην εδαφιαίαν, άνευ όμως σημείου Σταυρού.
Ομολογούσι δε οι ρηθέντες Εκκλησιάρχαι, ότι πλησιάζοντες τη Αγία Εικόνι, λάβωσι την ευλογίαν παρά της Θεομήτορος αισθάνονται ένα ακούσιον φόβον, όμοιον εκείνου, ον έχουσιν οι υποτασσόμενοι εις τους Δεσπότας αυτών • αλλά προς τούτοις αισθάνονται και την υϊκήν στοργήν, ως ενώπιον της Μητρός της αιωνίου αγάπης τε και παρηγορίας.

Η θέα της εικόνος ταύτης, είναι υπέρ το δέον εκφραστική και μάλιστα αυστηρά • είναι δε άξιον σημειώσεως, ότι εις το όπισθεν μέρος αυτής της αγίας εικόνος δεν είναι γυμνή η σανίς, αλλ’ υπάρχει και άλλη εικών, ήγουν του Ιεράρχου του Χριστού Νικολάου.
Διήγησις περί της θαυματουργού εικόνος της Θεοτόκου της επονομαζομένης «ΕΣΦΑΓΜΕΝΗΣ»


Η επωνυμία αυτή απεδόθη τη Αγία ταύτη εικόνι, δια την εξής αιτίαν :

Εις Ιεροδιάκονος Εκκλησιάρχης της αυτής Μονής, εργαζόμενος εντός του Καθολικού Ναού, και καταγινόμενος κατά το χρέος αυτού, ίνα φιλοκαλή και τακτοποιή τα πάντα, ήρχετο ενίοτε ίνα γευματίση εν τη Κοινή τραπέζη, ουχί εν τη, ως έθος, διατεταγμένη ώρα, αλλ’ υστερώτερον.
Εν μια δε των ημερών εβράδυνεν ωσαύτως εν τη εκκλησία, είτα ελθών εις την τράπεζαν εζήτησε παρά του τραπεζάρη, να τω δώση να γευματίση ο δε τραπεζάρης αγανακτήσας δια την άωρον έλευσιν του Εκκλησιάρχου, είπεν αυτώ μετ’ οργής, ότι πρέπει να έρχηται εις την τράπεζαν εις την διατεταγμένην ώραν και ουχί όταν θέλη και βούληται. Ταύτα ακούσας ο Εκκλησιάρχης ελυπήθη δια την τοιαύτην παρατήρησιν του Τραπεζάρη, και ούτω μάλλον επιμόνως εζήτει να τω δοθή γεύμα αλλ’ ο Τραπεζάρης είπεν αποφασιστικώς, ότι δεν έχει δι’ αυτόν ούτε τμήμα άρτου όθεν ο ταλαίπωρος Εκκλησιάρχης και νήστις, και ως δαιμονιών εξήλθε της τραπέζης και οι λογισμοί αυτού ο εις του άλλου σκοτεινότεροι γενόμενοι ήρξαντο να κυματίζωσι την διάπυρον και οξείαν αυτού καρδίαν, και να δαιμονίζωσιν αυτήν δια της προς τον Τραπεζάρην αδημονίας και αγανακτήσεως.
Εν τοιαύτη λοιπόν ανωμάλω καταστάσει του πνεύματος επέστρεψεν εις τον Ναόν, όπου οι λογισμοί αυτού, ουχί μόνον δεν καθησύχασαν αλλά μάλλον ισχυροτέρως κατέθλιβον αυτόν και όλως εγένετο σχεδόν έξω φρενών.
Εν τοιαύτη λοιπόν ταραχή και ζάλη του πνεύματος, και όλως εξεστηκώς επλσίασε προς την εικόνα της Θεομήτορος, και σταθείς ενώπιον αυτής ήρξατο λέγων επιτιμητικώς : «Έως πότε έσομαι υπηρετών σοι Θεοτόκε; Κόπους και κόπους και δι’ όλα ταύτα ουχί μόνον ουδέ άλλο, αλλ’ ουδέ τμήμα άρτου έχω εις υποστήριξιν των κεκοπιακυιών δυνάμεών μου» και με τους λόγους τούτους λαβών την μάχαιραν, δι’ ης πρότερον εκαθάριζε τους κηρούς εκ των μανουαλίων, αναπαλήσας τη χειρί αυτού έπηξεν αυτήν ισχυρώς εις την παρειάν της εικόνος, και ούτω κατέτρωσεν αυτήν και εν τω άμα εξετινάχθη και έρρευσεν κρουνηδόν αίμα εκ της πληγής, το δε όλον πρόσωπον της Θεομήτορος κατεκάλυψεν η ωχρότης, ώσπερ τινός αποθνήσκοντος εκ της πληγής και εκ του ρέοντος αίματος, αμέσως δε ο εικονοκτόνος κατεσχέθη από τρόμον μέγαν, έπεσεν ενώπιον της Αγίας εικόνος, και παταχθείς από φρίκην, εγένετο ώσπερ φρενόληπτος, αι αρμονίαι του σώματος αυτού παρελύθησαν, και έτρεμεν ως ο Κάϊν και φονεύς. Ευθέως εγνώρισαν το γεγονός άπαντες οι εν τω Μοναστηρίω και ελθόντες εις τον Ναόν ο τε Καθηγούμενος και οι αδελφοί, είδον εκθαμβούμενοι, ότι το εκ της παρειάς της αγίας εικόνος ρεύσαν αίμα εισέτι δεν εξηράνθη εν αυτή. Τότε αμέσως ο φονεύς ετυφλώθη και εγένετο φρενόληπτος.
Ο δε ευλαβέστατος Ηγούμενος οικτείρων τον φονέα, εποίησε την επιούσαν νύκτα ολονύκτιον αγρυπνίαν, υπέρ ελέους και σωτηρίας αυτού και όμως τρία ολόκληρα έτη διέμεινεν ο δυστυχής έξω φρενών και τρέμων όλως και τυφλός από οφθαλμούς τέλος μετά παρέλευσιν των τριών ετών, η παρηγορία των μετανοούντων Υπεραγία Θεοτόκος, εφάνη κατ’ όναρ τω ηγουμένω και εφανέρωσεν αυτώ, ότι δια τας προσευχάς και μεσιτείας αυτών, συγχωρεί τω παραβάτη την ανομίαν ταύτην, και χαρίζει εν αυτώ την υγείαν, αλλ’ εν τούτοις, τω είπεν, η χειρ αυτού, δια την τόλμην και ιερόσυλον πράξιν εναντίον εμού μέλλει να κατακριθή εν τη Δευτέρα του Χριστού Παρουσία όθεν το πρωί ο φρενόληπτος πραγματικώς εσωφρονίσθη, και γενόμενος εν εαυτώ ανέβλεψεν αύθις καθαρώς τοις οφθαλμοίς αυτού, και έστη παντελώς ο τρόμος των μελών αυτού όθεν επί πολύ έκλαιε πικρώς και δια την τοιαύτην παραφροσύνην αυτού ωνόμαζεν τον εαυτόν του φονέα, και ποιήσας ενώπιον της παρ’ αυτού εσφαγμένης εικόνος εν στασίδιον, διεπέρασε το υπόλοιπον της ζωής αυτού εν αληθεί και ειλικρινεί μετανοία κατηγορών και μεμφόμενος εαυτόν, δια την ιερόσυλον αυτού τόλμην, και ταλανίζων την εαυτού δαιμονιώδη τόλμην.

Η δε μεσίτις των αμαρτωλών δεν άφησεν αυτόν απαρηγόρητον, αλλ’ εφανερώθη αυτώ ολίγον προ του θανάτου αυτού και εχαροποίησεν αυτόν δια της συγχωρήσεως, προσθέτουσα όμως ότι η τολμηρά χειρ αυτού οφείλει να δοκιμάση την φοβεράν κρίσιν επί της Δευτέρας του Χριστού Παρουσίας και τέλος ανεπαύθη ησύχως ούτος ο μετανοών, και ότε κατά τον εν τω Αγίω Όρει έθος παρέλευσιν τριών ετών εγένετο η των οστέων αυτού ανακομιδή, τρομερώτερον θέαμα επάταξε τους εκείσε παρευρεθέντας αδελφούς... όλα τα οστά του μεταστάντος αμαρτωλού ήσαν καθαρά και φέροντα εν αυτοίς τα χαρακτηριστικά του θείου ελέους, η δε χειρ αυτού η τολμήσασα τω τρομερώτερον κακούργημα διέμεινεν άλυτος και εζοφωμένη μέχρι και της σήμερον ημέρας.

Εις των προσκυνητών νομίζων εξ αγνοίας ότι η χειρ αύτη δι’ αγιότητα υπάρχει άλυτος, απέκοψε με τους οδόντας αυτού μέρος εξ αυτής, προς αγιασμόν εαυτού η δε χειρ αμέσως διελύθη εν μέρει έμεινεν όμως η παλάμη μετά των δακτύλων ζοφερά και κατάμαυρος, την οποίαν και δεικνύουσι μέχρι της σήμερον τοις προσερχομένοις προσκυνηταίς, εις φόβον του παραπτώματος και εις μνήμην του όλως ασυνήθους συμβεβηκότος αποδεικνύουσα αποδεικνύουσα ως εκ μέρους ημών την ανθρώπινην κακίαν, και ως εκ μέρους της Θεομήτορος, την ακατανόητον αγαθότητα και αγάπην ην έχει, ετοίμη ούσα να συγχωρή πάσι τοις παροργίζουσιν αυτήν ακουσίως ή και εκουσίως.

Αύτη δε η Εικών μέχρι της σήμερον ονομάζεται Εσφαγμένη • και υπάρχει εν τω ρηθέντι Μοναστηρίω φέρουσα και τα σημεία της τε πληγής και του ρεύσαντος εξ αυτής αίματος.

Προ ολίγων ετών εις ξένος Ιερεύς ασπαζόμενος την αγίαν ταύτην εικόνα, είτε ακουσίως είτε εκ περιεργείας ήψατο της πληγής, και αμέσως το κατεξηραμένον αίμα έπεσεν επ’ αυτόν, όπερ και εσχεν αποτέλεσμα τον αιφνίδιον θάνατον • καθότι μόλις εξελθών του Ναού έπεσεν ως νεκρός και αμέσως παρέδωκε το πνεύμα εις χείρας του φοβερού και ακατανόητου εν ταις βουλαίς του Θεού.

Η Αγία Εικών αύτη ευρίσκεται εν τη μεσημβρινοανατολική γωνία του εσώτερου Νάρθηκος του Παρεκκλησίου του Αγίου Δημητρίου του Μυροβλίτου.

Διήγησις περί της θαυματουργού Εικόνος της Θεομήτορος της λεγομένης «ΠΑΡΑΜΥΘΙΑΣ» και ευρισκομένης εν τω Ιερώ του Βατοπαιδίου Μοναστηρίω



Εν τοις αρχαίοις χρόνοις ηλθέ ποτε εις το Άγιον Όρος συμμορία πειρατών, επί σκοπώ του να εισέλθουν εντός μιας των καλλιτέρων Μονών του Αγίου Όρους δηλ. του Βατοπαιδίου, κατά την αυγήν, άμα δηλ. τη ανοίξη της Πύλης της Μονής, και ούτω τους μεν μοναχούς να κατασφάξωσι, τον δε πλούτον της Μονής, λεηλατήσωσιν ελθόντες ουν οι πειραταί απεβιβάσθησαν το εσπέρας εις την ξηράν και εκρύβησαν εις τους πλησίον θάμνους της Μονής.
Αλλ’ η κοινή Έφορος παντός του Αγίου Όρους Υπεραγία Θεοτόκος Παρθένος, δεν παρεχώρησε του να εκτελεσθή ο των αθέων βαρβαρικός σκοπός καθότι την επιούσαν ημέραν μετά την του όρθρου απόλυσιν, οπότε άπαντες οι αδελφοί απήλθον έκαστος εις την Κέλλαν αυτού προς παραμικράν ανάπαυσιν, ο Καθηγούμενος διέμεινεν εις τον Ναόν, εξακολουθών τας εωθινάς αυτού προσευχάς, και εν τω άμα ακούει φωνήν εκ της εικόνος της Θεομήτορος, λέγουσαν. Μη ανοίξητε σήμερον τας πύλας της Μονής, αλλ’ αναβάντες επί των τειχών αποδιώξατε τους πειρατές εκπλαγείς όθεν ο Ηγούμενος ενητένισε τους οφθαλμούς αυτού επί της Αγίς Εικόνος, εξ ης ηκούσθη η φωνή, και αμέσως φανερούται αυτώ, εκπληκτικώτερον θαύμα βλέπει ότι το της Θεοτόκου πρόσωπον εγένετο ζων, ωσαύτως και του υπ’ αυτής βασταζομένου βρέφους Ιησού το δε προαιώνιον βρέφος εκτείναν την εαυτού δεξιάν, και επικαλύπτον δι’ αυτής τα χείλη της θείας Μητρός αυτού, έστρεψε προς αυτήν το θείον αυτού πρόσωπον, και είπε : «Μη Μήτερ μου, μη είπης αυτοίς τούτο, αλλά τιμωρηθήτωσαν ούτοι πρεπόντως». Αλλ’ η Θεομήτωρ επιμελουμένη, ίνα περικρατήση δια της εαυτής χειρός, την χείρα του Υιού και Θεού αυτής, και εκκλίνουσα δεξιόθεν εξ αυτού το εαυτής πρόσωπον, εξεφώνησεν αύθις τους αυτούς εκείνους λόγους : «Μη ανοίξητε σήμερον τας πύλας της Μονής κ.τ.λ.».
Παταχθείς λοιπόν φόβω δια το φρικτόν τούτο θαυμάσιον ο Ηγούμενος, εσύναξεν αμέσως άπασαν την Αδελφότητα, διηγήθη αυτοίς τα συμβάντα, και τους προς αυτόν λόγους , ους ο Κύριος Ιησούς Χριστός εξεφράσθη προς αυτήν και πάντες παρετήρησαν μετ’ άκρου θαυμασμού, ότι το της Θεομήτορος πρόσωπον, και το του Κυρίου Ιησού, και εν γένει άπασα η περιγραφή και ο σχηματισμός της εικόνος εκείνης, έλαβον άλλον σχηματισμόν, όλως εναντίον της πρώτης αυτών θέας εις απόδειξιν δε της ζωηράς αυτών ευγνωμοσύνης, ευχαρίστησαν οι Μοναχοί την πρόνοιαν και προστασίαν, ην δεικνύει υπέρ αυτών η Κυρία Θεοτόκος, και ο ελεών αυτούς δι΄αυτής Κύριος. Έπειτα δε ανέβησαν εις τα τείχη, και δια των εν τω Μοναστηρίω ευρισκομένων όπλων απέκρουσαν την πειρατών έφοδον.
Έκτοτε λοιπόν μέχρι της σήμερον η Θαυματουργός αύτη εικών της Θεομήτορος υπάρχει γνωστή υπό το όνομα Παραμυθία ο δε σχηματισμός των προσώπων, της τε Θεομήτορος και του Ιησού Χριστού έμεινεν ούτω, καθώς εσχηματίσθη εν τη Τρίτη εκφωνήσει τη υπό του καθηγουμένου ακουσθείση ήγουν η Θεία Μήτηρ εκκλίνουσα δεξιόθεν το πρόσωπον αυτής εκ της εκτεινομένης δεξιάς του προαιωνίου αυτής βρέφους και Κυρίου, σπουδάζει να απομακρύνη αυτήν εκ του στόματος αυτής, όπως ελευθέρως εκφρασθή εις τους εκλεκτούς αυτής δούλους τον προκείμενον κίνδυνον.

Η Θαυματουργός αύτη εικών ευρίσκεται εν τω Παρεκκλησίω της Θεοτόκου της Παραμυθίας, επί του δεξιού τοίχου του χορού, και το μεν πρόσωπον της Θεομήτορος εκφράζει συμπαθητικήν αγάπην, το δε βλέμμα αυτής πνέει επιείκειαν, πραότητα και ευσπλαχνίαν επί δε των χειλέων αυτής επαναπαύεται μειδίαμα σεμνόν, προσφώνημα και παρηγορία το δε πρόσωπον του προαιωνίου βρέφους και Θεού δεν είναι τοιούτον αλλ’ είναι απειλητικόν, η κίνησις της οργής παριστάνεται εν πάσαις ταις γραμμαίς αυτού, το δε βλέμμα αυτού είναι πλήρες αυστηρότητος και αδυσωπήτου κρίσεως, τόσον ώστε αληθώς και εν πεποιθήσει δυνάμεθα ειπείν, ότι αι χαρακτηριστικαί αύται γραμμαί των θείων τούτων προσώπων, τούτε προαιωνίου βρέφους και Θεού και Κριτού των απάντων ζώντων τε και τεθνεώτων, και της αφθονοπαρόχως αγαπούσης, προστάτιδος και προστασίας πάντων των μετά αδιστάκτου πίστεως επιζητούντων την ουράνιον αυτής Σκέπην και Προστασίαν, υπάρχουσι και είναι δια την γραφίδα του ζωγράφου όλως άληπτοι και άφικτοι, και μάλιστα αι γραμμαί του προσώπου του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.

Εν τη Βίβλω τη Ρωσσιστί εκδιδομένη υπό τον τίτλον Εκτύπωσις ή εξεικόνισις των Εικόνων της Υπεραγίας Θεοτόκου, των εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία δοξαμένων εν Μόσχα 1848, αποδεικνύεται ότι το ανωτέρω θαύμα εγένετο εν έτει 807.




Διήγησις περί της Θαυματουργής Εικόνος της Θεοτόκου, της καλουμένης «ΓΟΡΓΟΫΠΗΚΟΟΥ» και ευρισκουμένης εν τω ιερώ Μοναστηρίω του Δοχειαρίου.


Εν τη ιστορία του ιερού Μοναστηρίου του Δοχειαρίου, ευρισκομένη εν τω Προσκυνηταρίω του Δοχειαρίου, τυπωθέντι εν Βουκουρεστίω τω 1843, λέγονται περί της αγίας ταύτης εικόνος τα ακόλουθα :


Τι δε και περί της αγίας Εικόνος της Κυρίας και Θαυματουργού ημών Θεοτόκου Γοργοϋπηκόου, είποι τις καν; Αύτη ως άλλη σελήνη πολύφωτος έλαμψεν εν τοις εσχάτοις τούτοις καιροίς εις το ιερόν τούτο Μοναστήριον, και ως άριστος Κυβερνήτης, και σοφός οικονόμος εξοικονομεί αυτό και διακυβερνά, ανεπηρέαστους από πάσαν προσβολήν και επήρειαν τους εν αυτώ ασκουμένους Οσίους Πατέρας συντηρούσα και διαφυλάττουσα, γοργώς δε και προθύμως υπακούσασα και ελεούσα αυτούς και πάντας τους εν αυτήν μετ’ ευλαβείας προσερχομένους ορθοδόξους Χριστιανούς εις πάσαν ικεσίαν αυτώ και παράκλησιν, ως κατ’ έλεος δια θαύματος εκφωνήσασα τούτο εις αυτούς εχαρίσατο έχει δε τούτο το θαύμα ως εξής :

Εδώ και έμπροσθεν της κοινής τραπέζης του Μοναστηρίου ήτον εζωγραφισμένη εις τον τοίχον μία Εικών της Θεοτόκου εξ αμνημονεύτων χρόνων. Οι σεβασμιώτεροι των Πατέρων όμως και γηραλεώτεροι θέλουσιν ότι ιστορήθη επί των ημερών του αγίου Νεοφύτου, κτίτορος της ιεράς ταύτης της Μονής, ως κατά παράδοσιν έχουσι και αυτοί από άλλους πρεσβύτας και γηραιούς Πατέρας, όπου είναι από τότε και έως την σήμερον χρόνοι οκτακόσιοι πεντήκοντα της οποίας εικόνος η μορφή και το εκτύπωμα δεν διεφθάρη, αλλ’ ούτε διελύθη τόσον, όσον απήτει η πολυχρονιότης και πολυκαιρία της χρονολογίας της και εκ τούτου γνωρίζεται, ότι παρά της Θείας προνοίας ήτον προωρισμένον να διαφυλαχθή χωρίς να φθαρή τόσους χρόνους, καιτοι εις συνήθη και μετρίαν τιμήν σεβόμενη δια να φανή εις τους εσχάτους καιρούς δεδοξασμένη, θαυματουργός και επίσημος, και μετά Θεόν του ιερού τούτου Μοναστηρίου προστάτις ένθερμος, και Κυβερνήτις υπέρμαχος, ως αυτή μόνη της τω τραπεζάρη εδήλωσεν, όταν κατ’ οικονομίαν εις αυτόν εθαυματούργησεν.
Έμπροσθεν λοιπόν αυτής της θαυματουργού Αγίας Εικόνος ήτον διάβασις, δι’ ης οι Πατέρες επήγαινον εις την τράπεζαν αλλ’ ο τραπεζάρης όμως συνεχέστερον διέβαινεν εκείθεν νύκτωρ και μεθ’ ημέραν, προς εκτέλεσιν των υπηρεσιών του, ως απήτει το διακόνημά του, και εν καιρώ της νυκτός δαδία αναμμένα έφερεν εις φαυσίν του.
Κατά δε το σωτήριον έτος από Χριστού χίλια εξακόσια εξήκοντα τέσσερα, διερχόμενος κατά την συνήθειάν του ο τότε τραπεζάρης Νείλος καλούμενος έμπροσθεν της Εικόνος με δαδία αναμμένα, ήκουσε τα εξής : «Άλλοτε να μη διέλθης εντεύθεν με δαδία καπνίζων την εμήν Εικόνα».
Αυτός δε μη συνιείς, ότι εκ της Εικόνος η τοιαύτη φωνή εξήλθεν, αλλ’ εξ ανθρώπου υπολαβών ότι των Αδελφών τις πειράζει αυτόν, δεν εννοιάσθη τελείως, αλλ’ εξηκολούθει την συνήθειάν του ημερών δε πολλών μη παρελθουσών, καθ’ ην ώραν η πρώτη φωνή ηκούσθη ήκουσε και αύθις φωνής ούτω προς αυτόν φθελξαμένης «ω Μοναχέ αμόναχε, έως πότε ανευλαβώς και ατίμως καπνίζεις την εμήν μορφήν;» και συν τη φωνή αορασία αυτόν επάταξεν ως δε η οφθαλμία τον δυστυχή κατέλαβε, τότε εμνήσθη της προλαβούσης φωνής, και εγνώρισεν ότι δικαίως έπαθεν, επειδή ου προσέσχεν εις την εντολήν της Κυρίας ημών Θεοτόκου, αλλ’ εξ απροσεξίας παρέβλεψε.
Πρωίας δε γενομένης εύρον οι αδελφοί αυτόν πρηνή επί το έδαφος της διαβάσεως έμπροσθεν της αγίας Εικόνος, μη δυνάμενον αυτούς ιδείν, τυφλός γαρ ην, παρ’ ου πληροφορηθέντες την αιτίαν, φόβος και τρόμος συνέλαβε πάντας, όθεν μετ’ ευλαβείας, πλέον εκείθεν διερχόμενοι, και κανδήλαν ακοίμητον κρεμάσαντες έμπροσθεν της αγίας Εικόνος και προσέταξαν τον νέον τραπεζάρην κατά πάσαν εσπέραν προσφέρειν θυμίαμα ο δε τυφλωθείς τραπεζάρης ουκ ηθέλησε μήτε εις τον οίκον του επελθείν, μήτε ανάπαυσιν παραμικράν εαυτώ δούναι, αλλ’ εν στασιδίω παρέμεινεν έμπροσθεν της αγίας εικόνος, νύκτωρ και μεθ’ ημέραν παρακαλών μετά δακρύων και οδυρμών την Υπεραγίαν Θεοτόκον να συγχωρήση, ως συμπαθεστάτη Μήτηρ του Θεού Λόγου, και μεσίτρια του ανθρωπίνου γένους, την εξ απροσεξίας αμαρτίαν του και εις σημείον της αφέσεώς του να χαρίση εις αυτόν το φως των οφθαλμών του, ίνα θεωρών την αγίαν αυτής εικόνα, δοξάζει και ανυμνή μετ’ ευχαριστίας το αυτής Θεοδόξαστον πρωτότυπον αλλ’ ουκ εψεύσθη όμως των χρηστών του ελπίδων, μήτε κατησχυμένος έμεινεν ύστερον από τόσας προσευχάς και οχετούς δακρύων, οπού έχυσε τόσον καιρόν έμπροσθεν της αγίας εικόνος.
Επειδή και η πηγή της ευσπλαχνίας και του ελέους, η ταχίστη αντίληψις και παραμυθία πάντων των θλιβομένων, η Κυρία ημών Θεοτόκος, κλίνασα το ους αυτής το φιλάνθρωπον υπήκουσεν ευμενώς των μετά συντετριμμένης καρδίας θερμών δεήσεων του δούλου της, εν μία των ημερών απεκάλυψε τα εξής προς αυτών, φωνήσασα ούτως εκ της Εικόνος και εκ τρίτου « ω Μοναχέ, εισηκούσθη η δέησίς σου προς με και έσο συγχωρημένος, και βλέπων ως και πρότερον ανάγγειλον δε και τοις λοιποίς ενασκουμένοις Πατράσι και συναδέλφοις σου, ότι εγώ είμαι η Μήτηρ του Θεού Λόγου, και μετά Θεόν της ιεράς ταύτης Μονής των Αρχαγγέλων σκέπη και βοήθεια και κραταιά προστασία, προνοουμένη υπέρ αυτής ως υπέρμαχος Κυβερνήτις και εις το εξής οι Μοναχοί ας καταφεύγουσι προς με δια κάθε κάθε τους ανάγκην, και γοργώς θέλω υπακούω αυτών και πάντων των μετ’ ευλαβείας καταφευγόντων εις εμέ ορθοδόξων Χριστιανών, ότι Γοργοϋπήκοος καλούμαι.
Ευθύς λοιπόν με την χαριτωμένην θείαν φωνήν αυτώ των χαρμόσυνων λόγων, ηνεώχθησαν οι οφθαλμοί του Μοναχού Τραπεζάρη, με τρόπον υπερφυσικόν και θαυμάσιον, ώστε οπού κρότον έδωκεν εις όλον το Αγιώνυμον Όρος, και πολλοί των Μοναχώ, δια να γένωσιν αυτόπται του γεγονότος εν ταις ημέραις αυτών τοιούτου τεραστίου θαύματος, απήρχοντο τότε εις την ιεράν αυτήν Μονήν από όλα τα μοναστήρια, και προσκυνούντες την Υπεραγίαν Θεοτόκον την Θαυματουργόν Γοργοϋπήκοον, έβλεπον και τον τυφλωθέντα και πάλιν ομματωθέντα Μοναχόν και εθαύμαζον, ο οποίος άμα οπού εφανέρωνεν εις τους Πατέρας του Μοναστηριού τούτου όσα η Θαυματουργός Γοργοϋπήκοος επρόσταζεν αυτόν δια να τους ειπή, άπαντες ομοθυμαδόν προσήλθον έμπροσθεν εις την θαυματουργόν Αγίαν Εικόνα της Γοργοϋπηκόου, και ευχαριστίαν προσενεγκόντες μετά παρακλήσεων, θυμιαμάτων και κηρών, την εις την τράπεζαν πλέον εκείθεν διάβασιν εμπόδισαν, και περιεσφάλισαν πάνυ σεβασμίως και αξιοπρεπώς το μέρος της αγίας Εικόνος, και επειδή προς δυσμάς βλέπει, και τόπος ευρύχωρος ουκ ήτον, πλαγίως εις τα δεξιά μέρη της θαυματουργού εικόνος ανήγειραν ευθύς ιερόν Ναόν περικαλή και θαυμάσιον επ’ ονόματι της Υπεραγίας Θεοτόκου της θαυματουργού Γοργοϋπηκόου, όπου ευρίσκεται διωρισμένος εις Ιερομόναχος, ο πλέον ευλαβέστερος των Πατέρων και δόκιμος, Προσμονάριος ονομαζόμενος, με το να προσμένη, και ευρίσκεται τον περισσότερον καιρόν εις το προσκυνητάριον της θαυματουργής Γοργοϋπηκόου, και ψάλλει καθ’ εσπέραν και πρωί παρακλήσεις έμπροσθεν της αγίος Εικόνος.
Εν τη εσπέρα εκάστης Τρίτης και Πέμπτης, άφευκτος μετά την απόλυσιν του εσπερινού, ποιεί ο Εφημέριος ευθύς ευλογητόν ένδον του μεγάλου και Καθολικού Ιερού Ναού, και εξέρχονται κατά τάξιν όλοι οι Πατέρες μετά παρατάξεως και παρουσίας πολλής, και απέρχονται έμπροσθεν της αγίας εικόνος της Θαυματουργού Γοργοϋπηκόου, όπου ψάλλεται κοινή παράκλησις μετά μέλους και κατανύξεως παρά διωρισμένων ψαλτών του Μοναστηριού, και μνημονεύει ο Εφημέριος πάντων των ευσεβών και ορθοδόξων Χριστιανών, προσδεόμενος και υπέρ της ειρήνης του σύμπαντος κόσμου ο δε Προσμονάριος, εφ’ ου τελειώση η κοινή παράκλησις, και ασπασθώσιν οι Πατέρες την θαυματουργόν αγίαν εικόνα της Γοργοϋπηκόου, επισαροί και πάνυ καλώς ευτρεπίζει το ιερόν παρεκκλήσιον της Γοργοϋπηκόου, όπου δις της εβδομάδος τελείται η θεία και ιερά λειτουργία, ομοίως και το Προσκυνητάριον και φροντίζει καθ’ εκάστην να ανάπτη τας κανδήλας, οπού κρέμανται έμπροσθεν της αγίας εικόνος της Γοργοϋπηκόου υπέρ τας είκοσι τον αριθμόν ούσας, όλας σε παρά των Χριστιανών αφιερωμένας δια θαυματουργίας, οπού κατά καιρούς ηξιώθησαν, εξ ων ακοίμητοι εισιν εξ, το δε έλαιον αυτών αποστέλλεται καθ’ έκαστον χρόνον από εξ ευλαβείς Χριστιανούς, οπού ελυτρώθησαν από θανασίμους κινδύνους, την βοήθειαν επικαλεσάμενοι της Υπεραγίας Θεοτόκου της Θαυματουργού Γοργοϋπηκόου όσας δε ιάσεις και εξαίσια θαύματα έκτοτε εποίησε, και ποιεί καθ’ εκάστην, να γραφούν είναι αδύνατον διότι ωσάν οπού ως άλλη κολυμβήθρα του Σιλωάμ ανεδείχθη θαυμασίος τυφλούς ωμμάτωσε, χωλούς ανώρθωσε, παραλύτους συνέσφιγξε, κατ’ εξοχήν τας στερεούσας μητέρας εποίησεν, εκ ναυαγίου κινδύνου πολλούς διεφύλαξεν, αιχμαλώτους ηλευθέρωσε, τας ακρίδας πολλάκις απεδίωξε και κατηφάνισε, και άλλας απείρους θαυματουργίας δια παντός εντέλει προς πάντας τους μετ’ ευλαβείας προς αυτήν καταφεύγοντας ορθοδόξους χριστιανούς οίτινες χαίροντες και αγαλλόμενοι κηρύττουσιν διαπρύσιοι τα μεγάλα και εξαίσια θαύματα εις πάσαν την υφήλιον, ως κήρυκες διαπρύσιοι, τα μεγάλα εξαίσια θαύματα, οπού γοργώς και ταχέως καθ’ ημέραν ελεούνται και ευσπλαχνίζονται παρά της Κυρίας ημών Θεοτόκου της θαυματουργού Γοργοϋπηκόου.
Διήγησης : Πώς η Θεοτόκος ηυδόκησε να εκφρασθή εις τον Άγιον Πέτρον, ότι θα είναι δια τους Αγιορείτας Κηδεμών, Ιατρός και Τροφεύς.



Ο αγιώτατος Πέτρος, ο από Σχολαρίων, επειδή ήτο γνωστικός και σοφός ανήρ, εστάλη υπό του Βασιλέως της Κωνσταντινουπόλεως με στρατεύματα εις τον πόλεμον, εις τα μέρη της Συρίας όμως εξ επιθυμίας του Θεού ενίκησαν οι βάρβαροι και ο Πέτρος ο Αθωνίτης ηχμαλωτίσθη και ερρίφθη εις βρωμεράν φυλακήν. Τότε εγένετο μόνος του εξεταστής εις τον εαυτόν του και έλεγε : «Δικαίως έπαθα ταύτην την συμφοράν, διότι πολλάς φοράς έταξα να γίνω Καλόγηρος και δεν εξετέλεσα ότι υπεσχέθην εις τον Θεόν». Μετά παρέλευσιν καιρού, ενεθυμήθη τον Άγιον Νικόλαον και ήρχισε μετά δακρύων να λέγη : «Άγιε Νικόλαε, αν και είμαι ανάξιος να τύχω παρά του Θεού συγχωρήσεως και ελευθερίας, διότι υποσχέθην να γίνω Καλόγηρος και δεν έγινα, δια τούτο και δε τολμώ να τον παρακαλέσω δια να μη οργισθή περισσότερον, δέομαί σοι, πανάγιε Νικόλαε, και βάζω εσένα μεσίτην και εγγυητήν μου εις τον Θεόν, εάν ελευθερωθώ, ουδέ εις την πατρίδα μου την Κωνσταντινούπολιν να επιστρέψω, αλλά κατ’ ευθείαν να υπάγω εις την Ρώμην και εις την εκκλησίαν του Αποστόλου Πέτρου να γίνω Καλόγηρος».

Και ιδού ο Άγιος Νικόλαος επεφάνη εις αυτόν και λέγει : «Αδελφέ Πέτρε, την παράκλησίν σου ήκουσα και την θλίψιν σου γιγνώσκω και υπέρ σου εδεήθην, αλλ’ επειδή σύ ήργησας να εκπληρώσης την υπόσχεσίν σου δια τούτο δεν θέλει να σε ελευθερώση όμως επειδή ιδική του είναι η εντολή, η οποία λέγει «αιτείτε και δοθήσετε υμίν», δια τούτο ας συνεχίσωμεν παρακαλούντες την φιλανθρωπίαν Του και ας πάρωμεν και συμβοηθόν μας, ίνα μεσιτεύση,ακαι τον Θεοδόχον Συμεών, διότι αυτός παραστέκεται εις τον Θρόνον τον Δεσπατικόν μετά του Προσδρόμου και της Θεοτόκου. Και πρόσεχε να μη φανώμεν ψεύσται εις εκείνα που τάζομεν και ετάξαμεν». Τότε ο Όσιος Πέτρος ήρχισε θερμότερον τας παρακλήσεις και ιδού ο Άγιος Νικόλαος λέγει εις αυτόν : «Έχε θάρρος, αδελφέ Πέτρε, ότι εισηκούσθη η δέησις» ο δε Όσιος Πέτρος εκύταξε και είδε τον μέγαν Συμεών φοβερόν εις το είδος του.
Ούτος εφόρει ιερατικήν στολήν και εκράτει εις την χείραν του χρυσήν ράβδον. Λέγει δε προς τον Όσιον Πέτρον :
«Εσύ είσαι που πειράζεις τον αδελφόν μας Νικόλαον, που έβαλες και ημάς μεσίτας δια την παράκλησίν σου προς τον Δεσπότην μας Ιησούν Χριστόν να σε ελευθερώση από την καταδίκην ταύτην;».
Ο δε Όσιος Πέτρος μετά βίας είπε : «Ναι, άγιε του Θεού, εγώ είμαι ο ταλαίπωρος». Και πάλιν λέγει ο Άγιος Συμεών : «Και επειδή έτσι μας έβαλες εγγυητάς σου εις τον Θεόν, θ φυλάσσης από τώρα και εις το εξής αυτά που τάζεις, ότι δηλαδή θα γίνεις καλόγηρος και θα περάσης την ζωήν σου ασκητικά;». Και προθύμως απεκρίθη και λέγει ο Όσιος εν αληθεία αξιοπίστους μάρτυρας σας θέτω έμπροσθεν του Θεού, ότι θα κάμω, ο δούλος σας και πάλιν λέγει ο δίκαιος Συμεών : «εφ’ όσον ούτως ωμολογήσας, έβγα από την φυλακήν ταύτην ανεμποδίστως». Τότε άπλωσε το χέρι του με το ραβδί και ήγγισε τα σίδηρα με τα οποία ήσαν καρφωμένα τα πόδια εις το ξύλον και παρ’ ευθύς διελύθησαν όπως το κερί εις την φωτιάν και έγιναν άφαντα ο δε Άγιος Νικόλαος του έδειχνε τον δρόμον, τον ωδήγησεν έως τα σύνορα της παλαιάς Ρώμης και ανεχώρησεν αφού του είπε τούτο μόνον «Αδελφέ Πέτρε, καιρός είναι να εκπληρώσης γρήγορα την υπόσχεσιν που έταξες τω Θεώ διότι εάν αργήσης και πάλιν γνώριζε μετά βεβαιόητος, ότι θέλουν σε υπάγει δεμένον εκ νέου εις του Σαμαρά την φυλακήν».

Τότε ο Άγιος Νικόλαος επεφάνη εις τον ύπνον του Πάπα κρατών τον Όσιον Πέτρον εκ της χειρός και του διηγήθη καταλεπτώς όσα έπαθε και του είπε να μην αργήση να τον κουρεύση καλόγηρον ο δε Πάπας μόλις εξύπνησε και επειδή ήτο Κυριακή, επήγεν εις την εκκλησίαν και έμπροσθεν εις όλον το πλήθος του λαού τον έκαμε καλόγηρον και τον αφιέρωσε τω Θεώ. Όθεν και μετ’ ολίγον καιρόν, με την ευχήν και ευλογίαν του Πάπα, ανεχώρησε και μετ’ ολίγας ημέρας έφθασε με πλοίον εις ένα ήσυχον καλόν λιμένα και ήραξαν εκεί ο δε Όσιος Πέτρος αποκοιμηθείς ολίγον βλέπει την υπεραγίαν Θεοτόκον με πολλήν δόξαν και τιμήν και λαμπρότητα και πλησίον της ιστάμενον τον Άγιον Νικόλαον με πολύν φόβον και ευλάβειαν, να την παρακαλή και να λέγη : «Ω Δέσποινα Θεοτόκε και Κυρία του κόσμου, επειδή τούτον τον δούλον σου ηλευθέρωσας από την πικράν εκείνην αιχμαλωσίαν με τον πανάγιον θέλημα του Σου Υιού και Θεού ημών, δείξε και τόπον ήσυχον δια να κάμη του Θεού το θέλημα εις όλην του την ζωήν, καθώς και μόνος του το έταξεν.

Η δε Κυρία Θεοτόκος εστράφη και είπεν εις τον Άγιον Νικόλαον : «Η κατοίκησις και η ανάπαυσις αυτού αλλού δεν είναι παρά μόνον εις το του Άθωνος όρος, το οποίον έλαβα από τον Υιόν μου και Θεόν εις κληρονομίαν ιδικήν μου, ίνα όσοι θέλουν να αναχωρήσουν από τας κοσμικάς φροντίδας και συγχύσεις του κόσμου, έρχωνται να δουλεύουν τω Θεώ απερισπάστως και χωρίς σύγχυσιν, και από του νυν λέγεται «Άγιον Όρος», και περιβόλιον ιδικόν μου, και πολλά αγαπώ και βοηθώ εκείνους, οι οποίοι έρχονται εις αυτό να δουλεύουν ολοψύχως τω Θεώ, και θέλει έλθει καιρός να πληρωθή από άκρου εις άκρον με πλήθος Μοναχών. Δια τούτο χαίρεται και αγαλλιάται το Πνεύμα μου εις αυτούς, διότι δια παντός αινούν και δοξολογούν το όνομα του εμού Υιού και Θεού, δεν θέλω δε χωρισθή από αυτούς, αληθώς, εάν κάμουν και αυτοί τας εντολάς Αυτού, και θα μεγαλύνω αυτό εις Ανατολήν και Δύσιν, Νότον και Βορράν, και ακουστόν ποιήσω το όνομα αυτού εις όλον τον κόσμον και τους υπομένοντας εις αυτό θλίψιν και στενοχωρίαν, μεγάλων χαρισμάτων αξιώσω εν τη μεγάλην βοήθειαν με το να ελαφρύνω τους πόνους και κόπους αυτών και να εκδιώκω τους νοητούς και αισθητούς πειρασμούς των εχθρών αυτών».

Μετά δε ταύτα, όταν το πλοίον έφθασεν εις το Άγιον Όρος, εστάθη και μήτε εμπρός επήγαινε, μήτε οπίσω, αν και τα ιστία εκινδύνευαν να σχισθούν από την βίαν του ανέμου, δια τούτο κλαίοντες και αναστενάζοντες οι ναύται έλεγον ο ένας εις τον άλλον : «Ίσως κάτι επταίσαμεν εις τον Θεόν και δια τούτο θέλει να μας καταποντίση εδώ». Όθεν ο Όσιος Πέτρος είπεν εις αυτούς : «Εάν δεν με αποβιβάσητε και με αφήσητε εις τον τόπον τούτον, δεν θα δυνηθήτε να αναχωρήσητε απ’ εδώ». Τότε, και μη θέλοντες, ηναγκάσθησαν και απεβίβασαν τον Άγιον εις άκραν του όρους, εις το λεγόμενον Καραβοστάσι, και εγένετο ο πρώτος ησυχαστής του Αγίου Όρους και πάντων των άλλων ησυχαστώντο πρότυπον και παράδειγμα, πεντήκοντα δε και τρεις χρόνους κατώκησεν εις την έρημον και εις σπήλαιον, το οποίον φαίνεται μέχρι σήμερον, και εκεί επέρασεν αγγελικήν αληθώς και ουράνιον ζωήν, γυμνός και ανυπόδητος, ως ο μέγας Ονούφριος, μετά του οποίου και συνεορτάζουν την 12ην του Ιουνίου.

Το όρος του «Άθω», αξιωθέν γενέσθαι κλήρος της Θεοτόκου είναι το αντικείμενον της Μητρικής αγάπης και προνοίας υπέρ πάντων των αφιερωσάντων εαυτούς εις τον ασκητικόν βίον. Η Υπεραγία Παρθένος εποπτεύει και μεριμνά κατά την αυτής υπόσχεσιν υπέρ πάντων των ζητούντων την εαυτής βοήθειαν, άλλοτε δια σημείων και θαυμάτων και άλλοτε φανερώς και αισθητώς, ώστε όχι μόνον εις παν βήμα και εις πάσαν Μονήν υπάρχει θαυματουργός εικών και προφορική ή και εγγράφος τις παραδόσις περί ορατής Προστασίας αυτής, αλλά και η ιστορία του Άθω λέγει ότι υπάρχει ώσπερ τις χρονογραφία της μετά θάνατον επιγείου βιώσεως της Αειπαρθένου Μαρίας. Εν τη Ιερά Μεγίστη Λαύρα, καθώς εμφαίνεται εις τον βίον του Αγίου Αθανασίου, θέλει η πανάχραντος Δέσποινα ίνα αύτη είναι μόνη Οικονόμος και λέγηται «Οικονόμισσα». Εις το ιερόν Μοναστήριον του Χιλανδρίου η εικών της Τριχερούσης κατέλαβε την θέσιν του Ηγουμένου και δεν θέλει να διορίζωσιν Ηγούμενον, αλλ’ αυτή η ιδία κατέχει την θέσιν αυτού. Εν τη των Ιβήρων, ως γέγραπται εν τη διηγήσει περί «Πορταϊτίσσης», ταπεινότατα θέλει και γίνεται θυρωρός, προτιμώσα τον πλησίον της πύλης της Μονής μικρόν ναόν του μεγάλου καθολικού Ναού. Και όταν η Κυρία Θεοτόκος εφάνη εις τον Όσιον Πέτρον τον Αθωνίτην, του έδωκε μεγάλας και χαροποιούς υποσχέσεις περί του Όρους τούτου, λέγουσα προς αυτόν επί λέξει τούτους τους λόγους, ως τους αναφέρει ο μέγας της Θεσσαλονίκης Γρηγόριος Παλαμάς, εν τω υπ’ αυτού συγγραφέντι βίω Πέτρου του Αθωνίτου και τους οποίους ημείς γράφομεν εδώ ελληνιστί δια το αξιόπιστον.

«Έστιν Όρος επ’ Ευρώπης, κάλλιστον ομού και μέγιστον προς Λιβύην τετραμμένον, επί πολύ της θαλάσσης είσω προϊόν, τούτο της γης απάσης απολεξαμένη, τω Μοναχικώ πρέπον καταγώγιον, προσκληρώσαι διέγνων έγωγε… Άγιον τούντελυθεν κεκλήσεται και των επ’ αυτού δε προς τον κοινόν ανθρώποις πολέμιον αγώνα επαναιρουμένων, προπολεμήσω δια βίου παντός.

Και πάντως έσομαι τούτοις άμαχος σύμμαχος, των πρακτέων υφηγητής, των μη πρακτέων ερμηνευτής κηδεμών, ιατρός, τροφεύς, ην άρα βούλει τροφή ντε και ιατρείαν, όση τε προς το σώμα τείνει, και τούτο συνιστά τε και λυσιτελεί και όση το πνεύμα διανιστά τε και ρώννυσι και μη του καλού διαπεσείν συγχωρεί.

Συστήσω δ’ άρα τω Υιώ και Θεώ μου, οις αν γένηται καλώς καταλύσαι τήδε τον βίον, των αυτοίς ημαρτημένων τελείαν εξαιτησαμένη παρ’ αυτού την άφεσιν». (Πατρολογία Μίνη, τόμος ΡΝ’ ,Στήλη 1006).

Ήτοι : είναι ένα βουνό επάνω εις την Ρούμελην, ωραιότατον εν τυτώ και υψηλότατον, κλίνον προς το νότιον μέρος, το οποίον εκτείνεται πολύ μέσα εις την θάλασσαν τούτο το Όρος το εδιάλεξα εγώ από όλα τα μέρη της γης και απεφάσισα να το αφιερώσω εις το να γίνη αρμόδιον κατοικητήριον των Καλογήρων και Μοναχών και από τώρα και ύστερον, έχει να ονομασθή άγιον και με όσους κατοικήσωσι τον κοινόν εχθρόν των ανθρώπων διάβολον, θέλω συμπολεμήσει πρώτη τούτων και εγώ εις όλην την ζωήν αυτών και θέλω γίνει εις αυτούς ακαταμάχητος βοηθός θέλω τους διδάσκει εκείνα τα οποία πρέπει να κάμνωσι και θέλω είσθαι εις αυτούς ΠΡΟΝΟΗΤΗΣ, ΙΑΤΡΟΣ και ΤΡΟΦΕΥΣ, φροντίζουσα τόσον δια την τροφήν και ιατρείαν, ήτις συνιστά και ωφελεί το σώμα, όσον και δια την τροφήν και ιατρείαν, ήτις δυναμώνει την ψυχήν και δεν την αφήνει να εκπέση από το καλόν και την αρετήν. Και ταύτα μεν θέλω κάμει εν τη ζωή αυτών μετά θάνατον δε, θέλω συστήσει εις τον Υιόν και Θεόν μου εκείνους, οίτινες θεοφιλώς και εν μετανοία τελειώσουσι την ζωήν αυτών εις το Όρος τούτο και θέλω ζητήσει από τον Υιόν μου τελείαν των συγχώρησιν των αμαρτιών των.

Αυτή λοιπόν είναι η φήμη των μεγάλων υποσχέσεων, τας οποίας δίδει όχι άλλος τις, αλλά μία Μήτηρ Θεού, η Βασίλισσα του Ουρανού και της γης το να έχη δηλαδή το Όρος τούτο ως ιδικόν της και να υπερασπίζεται, όχι μόνον ζώντας, αλλά και μετά θάνατον, πάντας τους κατοικούντας εν αυτώ. Τούτω, λέγω, ακούσαντες και οι Θείοι Πατέρες και Όσιοι, αφήκαν τον κόσμον και τα εν τω κόσμω, πάντα, γονείς, συγγενείς, οικίας, υπάρχοντα, πλούτον, ηδονήν και δόξαν, και ήλθον από κάθε μέρος της οικουμένης και κατώκησαν τον ιερόν τούτο όρος Άθω, τον νοητόν και περικαλλέστατον της Θεοτόκου παράδεισον, θαρρούντες όλως διόλου και ελπίζοντες μετά Θεού εις την προστασίαν και σκέπην της Κυρίας του Όρους.

«ΔΟΓΜΑΤΟΛΟΓΙΑ»


ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΥΨΗΛΟΤΑΤΟΥ ΜΥΣΤΗΡΙΟΥ ΤΗΣ ΑΓΙΑΣ ΤΡΙΑΔΟΣ
ΘΕΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΕΙΣ ΕΡΩΤΑΠΟΚΡΙΣΕΙΣ


1. Ειπέ μοι, υπάρχει άνθρωπος λέγων ότι δεν υπάρχει Θεός;

Είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού ουκ έστι Θεός. Πλην των τοιούτων, δεν υπάρχει άνθρωπος σώφρων, μετριόφρων, αγνός, δίκαιος, και να λέγει ότι δεν υπάρχει Θεός.

2. Ειπέ μοι, πώς είναι ο Θεός;

Ο Θεός είναι τρισυπόστατος και άκουε συνετώς και νοήσεις το της Αγίας Τριάδος μυστήριον, καθώς δύναται άνθρωπος νοήσαι, ή και φθάσει εκεί που οι Άγγελοι δεν τολμώσι. Λοιπόν η Αγία Τριάς, είναι τρία άγια, τρία συνάγια, τρία έμμορφα, τρία ενεργά, τρία συνεργά, τρία ενυπόστατα, τριά συνυπόστατα.

3. Ειπέ μοι, Πόσας υποστάσεις ομολογείς της Αγίας Τριάδος;

Τρεις υποστάσεις ομολογώ, τρία πρόσωπα, τρία ίδια, τρία άτομα και τρεις χαρακτήρας.

4. Ειπέ μοι τας υποστάσεις της Αγίας Τριάδος;

Άλλη υπόστασις είναι ο Πατήρ, άλλη ο Υιός, και άλλη το Άγιον Πνεύμα, μιας ενώσεως και τριών διαιρέσεων ηνωμένων ήτοι μιας Θεότητος.

5. Ειπέ μοι, πώς εκ του ανθρώπου εννοήσω την διαίρεσιν, και εκ του Ποταμού την ένωσιν, των τριών Υποστάσεων της Αγίας Τριάδος;

Ούτε τρεις υποστάσεις μεμερισμένας καθ’ εαυτάς, ως τε σωματοφυώς επ’ ανθρώπων εστί λογίσασθαι την Αγίαν Τριάδα, ίνα μη πολυθεϊαν ως τα έθνη φρονήσωμεν, άλλ’ ώσπερ εκ πηγής ποταμός γεγεννημένος, και μη διαιρούμενος καίτοι δύο σχήματα και δύο ονόματα τυγχάνουσι.

6. Ειπέ μοι, ποία υπόστασις της Αγίας Τριάδος ήτο προτήτερα;

Καμμία από τας τρεις υποστάσεις δεν ήτο προτήτερα από την άλλην τελείως ούτε ο Πατήρ ήτο προτήτερα από τον Υιόν, ούτε ο Υιός από τον Πατέρα, ούτε ο Πατήρ και ο Υιός από το Πνεύμα, διά να γένει και πρώτον το ένα του άλλου.

7. Ειπέ μοι, πώς είναι η Θεότης;

Η Θεότης των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος είναι μία ουσία και φύσις, υπερούσιος και υπερφυής.

8. Ειπέ μοι, τι είναι η μία Τριάς;

Η μία Τριάς είναι μία Θεότης και τούτο λέγεται Τριάς διά τα πρόσωπα, ήτοι δια τας υποστάσεις. Και επειδή ο Θεός μερίζεται εις Τριάς αμερίστως, είναι δε ηνωμένα εις ένα ασυγχύτως, δια τούτο καλείται μία Τριάς ο Θεός.

9. Ειπέ μοι, πώς είναι η των τριών υποστάσεων η Θεότης μία;

Η Θεότης των τριών υποστάσεων ηνωμένων, είναι ώστε, να είναι η αυτή Θεότης, ούτε ένα, ούτε τρία, αλλ’ εν ταυτώ και ένα, και τρία, δηλαδή μία Θεότης, και τρία πρόσωπα και ούτε το ένα είναι συγκεχυμένον δια την ένωσιν ούτε τα τρία είναι χωρισμένα δια την διαίρεσιν, ότι η Θεότης επειδή έχει το υπερούσιον, έχει μόνη και το άτρεπτον και αναλλοίωτον.

10. Ειπέ μοι επί Θεού πόσας ουσίας ομολογείς;

Μίαν ουσίαν λέγω, μίαν φύσιν, μίαν μορφήν, γένος, μίαν δόξαν, μίαν αξίαν και κυριότητα.

11. Ειπέ μοι, πώς να πιστεύω την Αγίαν Τριάδα;

Πίστευε εις Πατέρα, και Υιόν, και Άγιον Πνεύμα, εις την Αγίαν Ζωαρχικήν Τριάδα, εν τρισίν υποστάσεσι, και μια Θεότητι γνωριζομένην διαιρετήν μεν ταις υποστάσεσι, και ταις υποστατικαίς ιδιότησιν, ηνωμένην δε τη ουσία.

12. Ειπέ μοι, πόσα λέγεις εις Θεόν αίτια;

Ένα αίτιον επί Θεού λέγω, και τούτο εστίν ο Θεός Πατήρ Αυτός γεννά τον Υιόν, και εκπορεύει και το Πνεύμα. Λοπόν γίνωσκε, ότι ο Πατήρ μόνος εστίν αίτιος ο δε Υιός ουκ έστιν αίτιος, αλλά αιτιατός. Ώστε αίτιος εστί μόνος ο Πατήρ τα δε αιτιατά δύο, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα.

13. Ειπέ μοι, διατί λέγεται ο Πατήρ αίτιος;

Αίτιος λέγεται ο Πατήρ διότι γεννά, και δεν γεννάται εκπορεύει, και δεν εκπορεύεται. Γεννά μεν το Υιόν εκπορεύει δε και το Πνεύμα το Άγιον. Και δια τούτο λέγεται Πατήρ αίτιος.

14. Ειπέ μοι, διατί ο Υιός είναι άναρχος;

Διότι ένας είναι ο Πατήρ, ο Πατήρ και είναι άναρχος, τουτέστιν αναίτιος, δεν είναι εκ τινος. Ένας είναι Υιός, και ουκ άναρχος, τουτέστιν ουκ αναίτιος, διότι εκ του Πατρός είναι εάν όμως την από χρόνου λάβεις αρχήν, και άναρχός εστιν ο Υιός, δια το είναι συνάναρχος τω Πατρί, και διότι ο ποιητής των χρόνων, δεν είναι υπό χρόνον.


15. Ειπέ μοι, μήπως ο Πατήρ ως αίτιος είναι και πρώτος του Υιού;

Ούτε ο Πατήρ είναι πρώτος, αν και είναι αίτιος του Υιού, ούτε ο Υιός είναι δεύτερος, αν και γεννάται από τον Πατέρα. Ούτε το Πνεύμα το Άγιον είναι τρίτον, αν και εκπορεύεται από τον Πατέρα.

16. Ειπέ μοι, μήπως το Πνεύμα είναι κτίσμα;

Εφ’ όσον το Πανάγιον Πνεύμα ανάρχως τω γεγεννημένω Υιώ συνυπάρχει, ως δίδυμος του Πατρός ακτίς, δεν είναι κτίσμα, αλλά είναι Θεός. Επειδή το ένα και το αυτό πρόσωπον του Πατρός, εξ ου ο Υιός γεννάται, και το Πνεύμα το Άγιον εκπορεύεται, δια τούτο και κυρίως τον ένα αίτιον όντα των αυτού αιτιατών, ένα Θεόν λέγομεν.

17. Ειπέ μοι, διατί το Πνεύμα το Άγιον, Πνεύμα Υιού αυτό ονομάζομεν;

Πρέπει να γνωρίζεις, ότι εκ του Υιού το Πνεύμα δεν λέγομεν, αλλά Πνεύμα Υιού αυτόονομάζομεν. Και όταν Υιού Πνεύμα ονομάζομεν, όχι ως εξ αυτού του Υιού, αλλ’ ως δι’ αυτού εκ του Πατρός εκπορευόμενον, διότι μόνος αίτιος ο Πατήρ είναι και έχει εν εαυτώ το ενυπόστατον εκπόρευμα και Πρόβλημα.

18. Ειπέ μοι, περί Αγίας Τριάδος πόσον είναι αρκετόν να πιστεύωμεν;

Αρκεί τω Χριστιανώ πιστεύειν, ότι ο Υιός και το Πνεύμα το Άγιον, εν μία αρχή διαμένουσι, και εκ μιας πηγής του Θεού και Πατρός πηγάζουσιν αλλ’ ο μεν Υιός γεννητώς, το δε Άγιον Πνεύμα εκπορευτώς, σωζομένης της ιδίας των προσώπων ιδιότητος.

19. Ειπέ μοι, τι πρέπει να προσέχω όταν λέγω αίτιον τον Θεόν και Πατέρα;

Όταν λέγεις τον Πατέρα αίτιον του Υιού, να προσέξεις, να μην προξενείς υποψίαν, ότι ο Θεός και Πατήρ ήτο μόνος Του κανένα καιρόν, εις τον οποίον καιρόν δεν ήτο και ο Υιός, και ότι τον εγέννησεν ύστερον, επειδή έγινεν αίτιος της υπάρξεως αυτού.

20. Ειπέ μοι, πώς εκ της ψυχής, εννοήσω, ότι συν Πατρί έστιν ο Υιός, και το Άγιον Πνεύμα;

Πρόσεξε και νόησον ότι, ώσπερ επί της ψυχής άμα ψυχή λογική, συν τη ψυχή, και ο λόγος συνυπάρχει, και συνάμα εν αυτή το πνεύμα το ζωτικόν και συστατικόν και συμπληρωματικόν είναι, ούτως νόησον ότι άμα Πατήρ, άμα Θεός Λόγος, συνάμα το Πνεύμα συν Υιώ και Πατρί εστί.

21. Ειπέ μοι, ποίον εκ των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος είναι άναρχον;

Επίστησον ώδε τον νουν σου, και νόησον, ότι Άναρχον λέγεται το προ της αρχής ο, και ως εκ τούτου άναρχος είναι ο ένας τρισυπόστατος Θεός. Άναρχος λοιπόν εστίν ο Πατήρ, άναρχος ο Υιός, άναρχος το Πνεύμα το Άγιον, και είναι ένας Θεός, ένας Κύριος ως εξ ενός Ηλίου διότι τρισσολαμπής εστίν η Παναγία Τριάς.

22. Ειπέ μοι, εις την Αγίαν Τριάδα ποίος είναι πρώτος;

Εις την Αγίαν Τριάδα ουδείς πρώτος, και ουδείς ύστερος, αλλά άμα Πατήρ, άμα Υιός, άμα Πνεύμα Άγιον και δια τούτο και συνάναρχοι λέγονται.

23. Ειπέ μοι, διατί εις την Αγίαν Τριάδα δεν υπάρχει πρώτος;

Εις την Αγίαν Τριάδα δεν υπάρχει τρόπος ή λόγος να λέγωμεν, ο μεν πρώτος, ο δε ύστερος, αλλ’ άμα και συνάμα οι τρεις, Πατήρ, Υιός και Πνεύμα Άγιον. Διότι εις την αδιαίρετον και ασύγχυτον Τριάδα δεν είναι δυνατόν ούτε να νοήσει ούτε να ειπή τινάς, πρώτον και δεύτερον και τρίτον, ή μεγαλύτερον και μικρότερον.

24. Ειπέ μοι, Πόσον ο Πατήρ είναι μεγαλύτερος του Υιού;

Το να βάλει τινάς εις τον νουν του μόνον, ότι ο Θεός και Πατήρ είναι προτήτερος ή μεγαλύτερος του Υιού και Λόγου, τούτο είναι ασεβέστατον διότι προς σωματικήν γύμνασιν των ανθρώπων λέγομεν τον Θεόν Πατέρα πρώτον του Υιού, και να μη εννοήσης, πως ο Πατήρ ήτο προτήτερα από τον Υιόν κανένα καιρόν μηδέ να ειπής πως ο Πατήρ είναι προτήτερος ή μεγαλύτερος από τον Υιόν.

25. Ειπέ μοι, τι πρέπει να λέγω δια τα τα τρία πρόσωπα της Αγίας Τριάδος;

Μόνον τούτο πρέπει να λέγεις, ότι είναι μαζί ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα, χωρίς να κάμης καμμίαν διακοπήν εις αυτά, ούτε με το λεπτότατον μέρος του χρόνου, ή της στιγμής και ότι μαζί με τον Πατέρα παρευθύς είναι και ο Υιός γεγεννημένος, και το Πνεύμα εκπορευόμενον εκ του Πατρός.

26. Ειπέ μοι, μήπως υπάρχει εν τη Αγία Τριάδι βαθμός;

Δεν υπάρχει εν τη Αγία Τριάδι βαθμός, και δεν πρέπει ανώτερον ή κατώτερον να λέγεις διότι όλη η Θεότης τη εαυτής τελειότητι ίσια εστίν ώστε των φωνών υπεξαιρουμένων μόνον αι την των Προσώπων σημαίνουσιν ιδιότητα.

27. Ειπέ μοι, ποίαν τιμήν έχει ο Θεός και ο Πατήρ;

Η Αγία Τριάς είναι ομότιμος, ήτοι μίαν τιμήν ίσιαν έχουσι και τα τρία πρόσωπα. Αρχήν χρόνου και τέλος δεν έχουσι. Τίποτε το ένα πρόσωπον από το άλλο δεν αλλάσσουσι, πλην, ότι ο μεν Πατήρ γεννά και εκπορεύει, ο δε Υιός γεννάται, και το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται. Και είναι η Αγία Τριάς άπειρος, ατελεύτητος, άφθαρτος, αϊδιος, αείποτε και κανένα από ότι είναι εις τον κόσμον δεν την ομοιάζει.

28. Ειπέ μοι, μήπως υπάρχει διαφορά εν τη Αγία Τριάδι;

Διαφορά εν τη φύσει, ουχί εν τω θελήματι, ουχί εν δε το γεννάν, και γεννάσθαι, και εκπέμπειν, και εκπορεύεσθαι, Ναι.
Διότι ο μεν Πατήρ γεννά, τουτέστιν εγέννησεν ο δε Υιός γεννάται, τουτέστι γεγέννηται και ότι Αυτός ο Πατήρ εκπέμπει το Πνεύμα, τουτέστιν εξέπεμψε και το Πνεύμα εκπορεύεται, τουτέστιν εκπεπόρευται.

29. Ειπέ μοι, εκ του ανθρώπου πώς είναι ο γεννήσας Πατήρ;

Ο Πατήρ και Θεός δεν είναι όπως εγώ, ως κριστός που πρέπει να υπάρχει Πατήρ ούτε γεννήσας, ως εγώ, κτιστόν υιόν. Ουδέ ο Υιός, ως πας σαρκικός γεγέννηται υιός. Ουδέ το Πνεύμα το Άγιον, ως το του ανθρώπου πνεύμα περιγραπτόν αλλ’ άρρητον και ανέκφραστον είναι το της Αγίας Τριάδος μυστήριον.

30. Ειπέ μοι, αφού ο Θεός είναι ένας πώς δεν είναι ανάγκη να είναι ένα μόνον πρόσωπον;

Δεν είναι ανάγκη να είναι ένα πρόσωπον ο Θεός, διότι ο Θεός είναι ένας εις την φύσιν και την ουσίαν, μα τρισυπόστατος, καθώς είναι φανερόν και από την διδασκαλίαν Αυτού του Σωτήρος ημών, όπου είπε προς τους Αποστόλους «Πορευθέντες ουν μαθητεύσατε πάντα τα Έθνη, βαπτίζοντες αυτούς εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», από τα οποία λόγια φανερώνεται πως εις την μίαν και μόνην Θεότητα, είναι τα τρία πρόσωπα ηνωμένα.

31. Ειπέ μοι, τι άραγε να είναι ο Θεός εις την φύσιν Του;

Το τι είναι ο Θεός εις την φύσιν Του, τούτο είναι αδύνατον να γνωρισθή από κανένα κτίσμα, όχι μόνον ορατόν, αλλά και αόρατον, ήτοι και από αυτούς τους Αγγέλους διότι δεν υπάρχει ουδεμία σύγκρισις ανάμεσον του Κτίστου και του κτίσματος, και επομένως φθάνει μας προς ευσέβειαν, να ηξεύρωμεν πως έχομεν ένα τρισυπόστατον Θεόν.

32. Ειπέ μοι, διατί δεν δύναμαι να καταλάβω την φύσιν του Θεού;

Επειδή ο Θεός ανερμήνευτός έστι, δια τούτο δεν δύνασαι να καταλάβεις αυτού την φύσιν ουδέ όμοιος ημίν εστι μονοπρόσωπος. Εάν ήτο μονοπρόσωπος, εγινώσκομεν αν αυτόν, ως γινώσκομεν ημάς αυτούς. Είναι δε ένας μεν ο Θεός, τα δε πρόσωπα Αυτού τρία, Πατήρ, Υιός και Άγιον Πνεύμα.

33. Ειπέ μοι, άρα χωρείται ο Θεός εν ενί τόπω ή όχι;

Πρόσχες τον νουν σου και νόησον, ότι ο Θεός φως εστιν αθεώρητον και αχώρητον ούτε θεωρείτε ο Θεός, ούτε χωρείται που. Και επειδή δεν χωρείται εις το παν, πώς είναι δυνατόν φανήται ή νοηθήναι υπό τινος; Διότι ουδέ Μωϋσής ο Θεόπτης, ουδέ οι Μαθηταί του Θεού Λόγου Αυτού, εν τω της Μεταμορφώσεως εκείνω όρει, ουδέ άλλος τις ποτέ ηδυνήθη γυμνήν την Θεότητα θεωρήσαι. Ώστε δήλον, ότι ούτε εις ένα τόπον χωρείται, αλλά πανταχού παρώ εστι.

34. Ειπέ μοι, δεξιά ή αριστερά μας είναι ο Θεός;

Εις όλα τα εξ είδη του τόπου ευρίσκεις τον Θεόν. Δεξιά, αριστερά, άνω, κάτω, έσω και έξω, ωσάν εις παράδειγμα ένα μυρμήγκι μικρόν να είναι μέσα εις το μέσον του αλωνίου και δεν δύνασαι να ειπής ότι δεξιά ή αριστερά είναι, έτσι είμεθα και ημείς προς τον Θεόν, και δεν είναι δυνατόν να ειπούμεν ότι, δεξιά ή αριστερά μας είναι ο Θεός, αλλά όπου τον ζητήσεις, εκέι και τον ευρίσκεις.

35. Ειπέ μοι, ποίος είναι ο τόπος της του Θεού αναπαύσεως;

Της του Θεού αναπαύσεως τόπος μήτε η γη είναι, μήτε ο ουρανός, μήτε ψυχή αβθρώπου ευσεβής δύναται όλον να τον χωρέσει διότι εάν χωρούσε τον Θεόν ένας τόπος, εις άλλον τόπον δεν θα ήθελεν να είναι. Αλλ’ επειδή είναι αχώρητος, δια τούτο μηδέ τόπον αναπαύσεως έχει ο Θεός. Αναπαύεται δε εις καθενός ευσεβούς χριστιανού ψυχήν, αλλ’ όχι και να μην είναι και αλλού, αμή όπου τον γυρεύσεις, εκεί και τον ευρίσκεις.

36. Ειπέ μοι, εάν πρέπει το θείον ανθρωπόμορφον να λογιζώμεθα;

Μη γένοιτο όχι ως ανθρωπόμορφον, ούτε ομοιόν τινι κτίσματι, αλλ’ ούτε τον Θεόν ειδέ τις όπως είναι, ίνα την εαυτού μορφήν διηγήσεται. Βλέπεται ο Θεός πολλάκις τοις εκλεκτοίς Αυτού, σχηματίζων εαυτόν, ως η δύναμις εγχωρεί των βουλομένων βλέπειν Αυτόν, καθώς εδήλωσεν ειπών, «Εγώ οράσεις επλήθυνα, και εν χερσί Προφητών ωμοιώθην».

37. Ειπέ μοι, πώς εκ της ψυχής εννοήσω το τρισυπόστατον του ενός Θεού;

Ερεύνησον και είδε, ότι όπως άλλη είναι της ψυχής η υπόστασις του νοός, και ετέρα είναι η του λόγου αλλά μία των εκατέρων η ουσία, και μία φύσις και η ενέργεια, και ένα αυτών το θέλημα πάρεξ του σώματος. Ούτως ερεύνα τα περί της Θεότητος, και ευρήσεις νουν, τον Πατέρα και λόγον, τον Μονογενή Αυτού Υιόν και πνεύμα, το Πνεύμα το Άγιον. Δια των τριών τούτων υποστάσεων ένας Θεός οράται και κηρύττεται θεοπρεπώς.

38. Ειπέ μοι, πώς ο Θεός και Πατήρ έχει Πνεύμα;

Ο Πατήρ και Θεός είναι Νους έχει Πνεύμα, και λέγεται Πατήρ του Υιού και Λόγου, και Προβολεύς του Πνεύματος, καθώς λέγεται και Γεννήτωρ του Λόγου.

39. Ειπέ μοι, με ποίον τρόπον οι Άγγελοι μαρτυρούσι την Αγίαν Τριάδα και τον Υπερούσιον Νουν;

Μαρτυρούσι οι Άγγελοι την Αγίαν Τριάδα ως εξής : Ως μεν Νόες, τον προαιώνιον και υπερούσιον Νουν τον Πατέρα κηρύττουσιν. Ως δε λογικοί και σοφοί, τον Θεόν Λόγον και την Σοφίαν την μένουσαν εν τω μεγάλω Νοϊ εμφαίνουσι. Και επειδή ζώσιν αεί, και έχουσι δωρεάς φωτισμάτων, δηούν την ζώσαν εν τω Αγίω Πνεύματι ζωοποιόν και αγιαστικήν ενυπόστατον δύναμιν, ήτοι το Πανάγιον Πνεύμα, το οποίον είναι η πηγή όλων των χαρισμάτων.

40. Ειπέ μοι, τι είναι ο Νους της Θεότητος;

Ο Νους της Θεότητος είναι οντοποιητικός, διότι γεννά και παράγει τα πάντα, και παν ότι ο Θεός διανοηθεί, πραγματοποιείται και κατασκευάζεται υπό του Θεού Λόγον Αυτού, όστις είναι η ενυπόστατος Σοφία και η δύναμις της Θεότητος.

41. Ειπέ μοι, ποίος λέγεται ότι είναι ο Νους;

Νους μεν είναι ο αγέννητος Πατήρ, Λόγος δε ο Συνάναρχος και συμφυής Υιός, και Πνεύμα είναι εκείνο το οποίον εν τη Παρθένω Μαρία του Υιού και Λόγου και Θεού έκτισε την σάρκωσιν.

42. Ειπέ μοι, πώς εκ του ανθρώπου εννοήσω ότι Νους είναι ο Θεός και Πατήρ;

Εκ της του ανθρώπου συνθέσεως το παν εστι κατοπτεύσαι Νους, εστιν ο Πατήρ και Θεός Λόγος είναι ο Υιός, Πνεύμα δε Άγιον είναι η εύπνοια, δι’ ης τον αιθέρα αναπνέομεν.

43. Ειπέ μοι, εκ του νοός, ότι ο Πατήρ δεν εγεννήθη.

Ο Πατήρ και Θεός είναι αγέννητος, ήτοι δεν εγεννήθη από τινα, ωσάν ο νους του ανθρώπου όπου άλλοθεν δεν γεννάται.

44. Ειπέ μοι, οι λόγοι του Θεού τι είναι;

Λόγοι του Θεού είναι τα διανοήματα του υπέρτατου Νοός.


45. Ειπέ μοι, ο Θεός Λόγος τι είναι;

Ο Υιός και Λόγος είναι ο Θεός, και είναι γεννητός, διότι εγεννήθη από του Θεού Πατρός, ωσάν ο λόγος του ανθρώπου όπου γεννάται από τον νουν.

46. Ειπέ μοι. το Πνεύμα τι είναι;

Το Άγιον Πνεύμα ούτε γεννητόν είναι, ούτε αγέννητον ότι εάν ήτο γεννητόν, ήθελεν είσθαι Υιός εάν δε ήτο αγέννητον, ήθελεν είναι Πατήρ. Εκπορευτόν είναι το Άγιον Πνεύμα, ότι εκπορεύεται εκ του Πατρός του αγέννητου και αναπαύεται εις τον γεννητόν Υιόν, ωσάν το πνεύμα το φυσικόν του ανθρώπου ήτοι ο ανασασμός.

47. Ειπέ μοι, τι κάμνει ο Πατήρ;

Ο Θεός και Πατήρ οντοποιεί, παράγει την ουσίαν ως αρχή, ως πηγή πάσης ουσίας.

48. Ειπέ μοι, τι κάμνει ο Θεός Λόγος;

Ο Θεός Λόγος είναι η Σοφία και η Δύναμις του Θεού, πάντεχνος και παντοδύναμος. Και δια του Θεού Λόγου κατασκευάζεται, ότι δια ου Πατρός παρασκευάζεται.

49. Ειπέ μοι, τι κάμνει το Άγιον Πνεύμα;

Το Άγιον Πνεύμα είναι που εμβάλλει την δύναμιν της Χάριτος και παρασκευάζει την ανάπτυξιν.

50. Ειπέ μοι, πώς ο Θεός ενεργεί;

Όταν ο Θεός αυτενεργεί, λόγος και πράξις συνταυτίζονται, και μεταξύ λόγου και πράξεως δεν μεσολαβεί χρόνος παντάπασιν.

51. Ειπέ μοι, πώς εκ του Θεού το πράγμα γίνεται;

Του λόγου προφερομένου το πράγμα γίνεται. Όταν εξέλθει ο λόγος εκ του στόματος και το λεγόμενον είναι τετελεσμένον. Επειδή ο Θεός Λόγος είναι η πρακτική δύναμις του Θεού και δι’ αυτής της δυνάμεως πράττει, παν ότι πρέπει και με το Θεόν Λόγον αποπαιρούται η διασκευή εις εκείνα που ο Πατήρ παρήγαγεν.

52. Ειπέ μοι, εάν ο Θεός εις τας πράξεις Του προφέρει φωνάς;

Όταν ο Θεός πράττει, δεν προφέρει φωνάς καθώς ο άνθρωπος, και αντί να προφέρει λέξεις και φράσεις εκ του στόματός Του εκπορεύονται πράγματα, τα οποία ο Θεός Λόγος του Θεού και Πατρός κατασκευάζει και τα προάγει αυτά εις το φως τετελεσμένα.

53. Ειπέ μοι, τι είναι η Τριάς;

Η Αγία Τριάς είναι ένας Θεός ακατάληπτος, και ούτε να νοηθή είναι δυνατόν από ημάς. Όμως εσυγχωρήθη εις ημάς να λέγωμεν τα περί Θεού, όσον είναι δυνατόν εις την ανθρωπίνην φύσιν, καθώς εδιδάχθημεν από τους θείους Αποστόλους και από τους θεόπνευστους Πατέρας μας.

54. Ειπέ μοι, πώς είναι η ενέργεια της Αγίας Τριάδος;

Μία και ομοία είναι η ενέργεια Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος, και μία ισχύς, μία δύναμις, μία θέλησις, μία γνώμη. Και όσα αν πράττει ο Πατήρ, αχώριστός εστί και συμπράκτωρ και ο Υιός και όσα αν επιτελεί ο Υιός, ή το Πανάγιον Πνεύμα, συνεργεί πάντως αδιαιρέτως ο Θεός και Πατήρ. Ουδέ ο Υιός δίχα Πατρός και Πνεύματος αφ’ εαυτού και καθ’ εαυτόν ποιείτι, ουδέ ο Πατήρ πάντως χωρίς του Υιού και του Πνεύματος, ούτε πάλιν το Πνεύμα άνευ του Πατρός και του Υιού εργάζεταί τι.

55. Ειπέ μοι, διατί είναι μία η ενέργεια.

Επειδή είναι η Αγία Τριάς απλή τε και αμερής και ασύνθετος, εκ τριών τελείων, αυτοτελής τε και υπερτέλειος, μια φύσει τε και Θεότητι και ενί θελήματι και μια ενέργεια δοξασμένη, διά τούτο η φύσις μία, και τούτων και η θέλησις και η ενέργεια μία είναι.

56. Ειπέ μοι, διατί η Τριάς ονομάζεται Τριάς;

Η Αγία Τριάς ονομάζεται Τριάς, διότι είναι τρία πρόσωπα, ο Πατήρ, ο Υιός, και το Άγιον Πνεύμα.

57. Ειπέ μοι, πώς εκ του πυρός νοήσω ότι η Τριάς, ονομάζεται Τριάς;

Εκ του πυρός νοήσεις την υπόστασιν των προσώπων της Αγίας Τριάδος Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος ως εξής : Ιδού το πυρ είναι ένα, αλλά είναι τρισυπόστατον διότι αυτό το πυρ είναι ένα πρόσωπον και το καυστικόν αυτού άλλο πρόσωπον και το φωτιστικόν άλλο πρόσωπον και είναι η μία φύσις του πυρός, και ουχί τρεις. Ομοίως και επί του Θεού. Ο Θεός και Πατήρ είναι το πυρ, και ο Υιός το καυστικόν, και το φωτιστικόν είναι το Πνεύμα το Άγιον.

58. Ειπέ μοι, διατί η Τριάς ονομάζεται μονάς;

Η Αγία Τριάς ονομάζεται Μονάς, διότι τα τρία πρόσωπα, ήτοι ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα, έχουσι μίαν ουσίαν.

59. Ειπέ μοι, πώς εκ του πυρός νοήσω, ότι η Τριάς ονομάζεται Μονάς;

Εκ του πυρός νοήσεις την ενότητα των τριών προσώπων, Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος ως εξής καθώς τα τρία πρόσωπα του πυρός, το πυρ, το καυστικόν, και το φωτιστικόν, λέγομεν ένα πυρ, και ουχί τρία, ούτω και επί Θεού, τα τρία πρόσωπα ένα Θεόν λέγομεν, και ουχί τρεις. Και καθώς δεν δύναται να χωρισθεί το πυρ από το καυστικόν και φωτιστικόν, τοιουτοτρόπως δεν δύναται να χωρίσει τις τον Πατέρα από τον Υιόν και το Άγιον Πνεύμα.

60. Ειπέ μοι, διατί η Τριάς λέγεται Τριάς;

Η Αγία Τριάς λέγεται Τριάς κατά τας υποστάσεις, ήτοι δια τα τρία πρόσωπα, Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος.

61. Ειπέ μοι, πώς νοήσω εκ του ανθρώπου, ότι η Τριάς λέγεται κατά τας υποστάσεις Τριά;

Εκ του ανθρώπου νοήσεις τας τρεις υποστάσεις της Αγίας Τριάδος, ήτοι του Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος ως εξής : ωσάν να ειπείς τρεις άνθρωποι όπου έχουσι τρία πρόσωπα και μίαν φύσιν μόνον εις αυτό όμοιοι, εις τα άλλα ουδέ ποσώς διότι οι τρεις άνθρωποι καθένας έχει και θέλημα χωριστό, και άλλα ιδιώματα έχει ο καθείς. Των δε τριών προσώπων Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος κοινόν εστί η Θεότης και μία Αυτών η φύσις, ήτοι μία ουσία, μία δόξα μία βασιλεία, μία δύναμις, και μία εξουσία.

62. Ειπέ μοι, διατί η Μονάς ονομάζεται Τριάς;

Η Μονάς ονομάζεται Αγία Τριάς, δια την τρισυπόστατον τελειότητα των τριών προσώπων, διαιρουμένη μόνον ταις ιδιότησιν. Μονάς δε, δια την φυσικήν ενότητα και κυριότητα, ενιζομένη τη Θεότητι, και μη μεριζομένη τη αϊδιότητι.

63. Ειπέ μοι, τι καλείται Τριάς;

Αγία Τριάς καλείται τρία όντα, και μία Αυτής η συμφωνία μια Θεότης της αυτής ουσίας όμοια εξ ομοίου ισότητι Χάριτος Πατρός και Υιού και Αγίου Πνεύματος.

64. Ειπέ μοι, πόσα ονόματα έχει ο Πατήρ;

Ο Θεός και Πατήρ έχει δύο ονόματα λέγεται και Πατήρ, και Προβολεύς ήτοι Εκπορευτής.

65. Ειπέ μοι, πόσα ονόματα έχει ο Υιός;

Ο Υιός και Λόγος του Θεού Πατρός έχει δύο ονόματα, λέγεται Λόγος και Υιός.

66. Ειπέ μοι, πόσα ονόματα έχει το θείον Πνεύμα;

Το Άγιον Πνεύμα, το εκ του Πατρός εκπορευόμενον έχει δύο ονόματα λέγεται Πνεύμα και Πρόβλημα.

67. Ειπέ μοι, ο Πατήρ προς τον Υιόν πώς λέγεται;

Ο Πατήρ και Θεός προς τον Υιόν λέγεται Πατήρ, ότι αυτόν γεννά.

68. Ειπέ μοι, ο Θεός προς το Πρόβλημα πώς λέγεται;

Ο Πατήρ και Θεός προς το Πρόβλημα λέγεται Προβολεύς, ότι Αυτό προβάλλει, ήτοι εκπορεύει.

69. Ειπέ μοι, ο Υιός προς τον Πατέρα πώς λέγεται;

Ο Υιός προς τον Θεόν και Πατέρα λέγεται Υιός, ότι του Πατρός είναι Υιός.

70. Ειπέ μοι, ο Υιός προς το Πνεύμα πώς λέγεται;

Ο Υιός προς το Πνεύμα λέγεται Λόγος, ότι του Αγίου Πνεύματος είναι Λόγος.

71. Ειπέ μοι, το Πνεύμα προς τον Λόγον πώς λέγεται;

Το Πνεύμα το Άγιον προς τον Θεόν Λόγον λέγεται Πνεύμα, προς δε τον Προβολέα λέγεται Πρόβλημα.

72. Ειπέ μοι, διατί ο Πατήρ προς τον Υιόν Πατήρ εκλήθη;

Ο Θεός και Πατήρ προς τον Υιόν Πατήρ εκλήθη , διότι προ των αιώνων εξ Αυτού του Πατρός ο Υιός εγεννήθη.

73. Ειπέ μοι, διατί ο Υιός εκλήθη Υιός;

Ο Υιός και Θεός διά τον γεννήσαντα Αυτόν Πατέρα εκλήθη Υιός, διότι προ των αιώνων εξ Αυτού του Πατρός αϊδίως εγεννήθη, αλλ’ άνευ Μητρός.

74. Ειπέ μοι, διατί ο Πατήρ προς το Πνεύμα Προβολεύς εκλήθη;

Ο Θεός και Πατήρ προς το Άγιον Πνεύμα εκλήθη Προβολεύς επαιξίως, διότι προβάλλει το θείον Πνεύμα εξ αυτού προαιωνίως.

75. Ειπέ μοι, διατί το Πνεύμα Πρόβλημα εκλήθη;

Το Άγιον Πνεύμα προς τον Αυτού Προβολέα Πρόβλημα εκλήθη και όχι γέννημα, διότι Αυτό το προβάλλει ο Θεός και Πατήρ αϊδίως και Πρόβλημα λέγεται επαξίως.

76. Ειπέ μοι, διατί ο Πατήρ έχει δύο ονόματα;

Ο Θεός και Πατήρ έχει δύο ονόματα, διότι λέγεται Πατήρ και Προβολεύς ομοίως διότι τον Υιόν γεννά ως ρίζα και πηγή, και προβάλλει το Άγιον Πνεύμα γνησίως.

77. Ειπέ μοι, διατί ο Υιός και Θεός έχει δύο ονόματα;

Ο Υιός λέγεται Υιός και Λόγος, διότι γεννάται εκ του Πατρός, και του Θείου Πνεύματος είναι Λόγος.

78. Ειπέ μοι, διατί το Πνεύμα έχει δύο ονόματα;

Το Άγιον Πνεύμα λέγεται Πνεύμα και Πρόβλημα, διότι είναι πρόβλημα του Θεού Πατρός ομοούσιον και θείον.

79. Ειπέ μοι, διατί το Πνεύμα λέγεται ότι εκ του Πατρός εκπορεύεται;

Το Πνεύμα το Άγιον λέγεται, ότι εκ του Θεού Πατρός εκπορεύεται, διότι εκπόρευμα είναι του πέμπτοντος Πατρός, φέροντος Υιού.

80. Ειπέ μοι διατί ο Υιός λέγεται Λόγος;

Ο Υιός και Θεός λέγεται προς το Πνεύμα Λόγος, διότι έτσι μας εθεολόγησεν ο μέγας Θεολόγος.

81. Ειπέ μοι διατί λέγεται το Θείον Πνεύμα, Πνεύμα Θεού;

Το Άγιον Πνεύμα προς τον Υιόν λέγεται Πνεύμα οικείον, ομοούσιον, σύνθρονον, ομότιμον και Θείον.

82. Ειπέ μοι ποίον είναι το Πνεύμα;

Το Άγιον Πνεύμα είναι Θεός και η ζωή εν πάση τη κτίσει, δια του οποίου τα πάντα ζουν και κινούνται. Και λέγεται Πνεύμα παρά το παν νεύμα οξέως επινοείν, ήτοι πάσα νεύσις συντόμως δι’ Αυτού επινοείται.


83. Ειπέ μοι ποίος είναι ο Πατήρ;

Οίος είναι ο Θεός και Πατήρ, τοιούτος είναι ο Υιός, τοιούτον και το Άγιον Πνεύμα, και δια τούτο ένας Θεός τρισυπόστατος λέγεται.

84. Ειπέ μοι ποίος είναι ο Υιός;

Ο Υιός είναι και λέγεται και παρά το οίος δηλαδή ο οποίος και όμοιος, ήτοι οίος ο Πατήρ, τοιούτος και ο Υιός, και μόνον η τροπή του Ο εις Υ οίος = Υιός • όμοιος ο Υιός τω Θεώ και Πατρί.

85. Ειπέ μοι εκ του ηλίου πώς νοήσω ότι ο Πατήρ γεννά;

Εκ του ηλίου νοήσεις ως εξής : Ώσπερ ο ήλιος γεννά την ακτίνα και εκπορεύει το φως, ούτω και ο Θεός και Πατήρ, γεννά τον Υιόν και εκπορεύει το Πνεύμα το Άγιον.

86. Ειπέ μοι, ποία είναι τα προσωπικά ιδιώματα του Θεού;

Τα προσωπικά ιδιώματα εις τα Θεία, είναι εκείνα με τα οποία τα πρόσωπα της Αγίας Τριάδος διαιρούνται προς άλληλα, ώστε όπου το πρόσωπον του Θεού Πατρός, δεν είναι πρόσωπον του Υιού διότι ο Πατήρ δεν είναι γεννητός από τινός, μα ο Υιός είναι γεγεννημένος από τον Πατέρα κατά φύσιν προ των αιώνων.

87. Ειπέ μοι, ποίον είναι το προσωπικόν ιδίωμα του Πατρός;

Το προσωπικόν ιδίωμα του Πατρός είναι τούτο : ήτοι το να είναι αγέννητος και του Υιού να είναι γεννητός και του Πνεύματος του Αγίου, το να είναι εκπορευτόν.

88. Ειπέ μοι, το δεύτερον ιδίωμα του Υιού;

Το δεύτερον προσωπικόν ιδίωμα του Υιού και Θεού είναι, η ένσαρκος πάσα οικονομία, την οποίαν δεν ανείληψε μήτε ο Πατήρ, μήτε το Πνεύμα το Άγιον.

89. Ειπέ μοι τι περισσότερον του Υιού έχει ο Πατήρ;

Πάντα εξ ίσου έχει ο Πατήρ, και ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα, πλην των ιδίων αυτών. Ίδιον του μεν Πατρός, το αγέννητον του δε Υιού, το γεννητόν του δε Αγίου Πνεύματος, το εκπορευτόν.

90. Ειπέ μοι ποία διαιρούν τα Θεία πρόσωπα;

Το Πατήρ, το αγέννητον, και το γεννητόν, και το εκπορευτόν διαιρεί τα πρόσωπα εν τοις θείοις, μα όχι και την ουσίαν η οποία ποτέ δεν διαιρείται εις εαυτήν. Το ένα και το αυτό πρόσωπον δεν ημπορεί να είναι γεννητού μαζί και αγεννήτου.

91. Ειπέ μοι τι πρέπει περί Θεού να προσδέχωμαι;

Εν ευθύτητι καρδίας απεριέργως προδέχου, ότι ο Θεός και Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα, κατά πάντα είναι, ίσα πλην της αγεννησίας, της γεννήσεως και της εκπορεύσεως. Ίδιον του Πατρός είναι η αγεννησία, Υιού δε η γέννησις Πνεύματος δε η εκπόρευσις. Καταλαβείν.

Η ΘΑΥΜΑΤΟΥΡΓΟΣ ΕΙΚΩΝ ΤΗΣ ΥΠΕΡΑΓΙΑΣ ΘΕΟΤΟΚΟΥ
Η επιλεγόμενη «ΚΟΥΚΚΟΥΖΕΛΙΣΣΑ»
της Ιεράς Μονής Μεγίστης Λαύρας του Αγίου Αθανασίου.


Διήγησις περί της θαυματουργού εικόνος της Υπεραγίας Θεοτόκου της επιλεγομένης η «ΚΟΥΚΚΟΥΖΕΛΙΣΣΑ»

Εν τη διηγήσει περί της εικόνος της Κουκουζελίσσης επάναγκές έστιν, όπως γνωρίζει τις και τα περί του ιδίου Κουκουζέλη.
Ο Ιωάννης ο Κουκουζέλης εγεννήθη κατά τον δωδέκατον αιώνα εν Δυρραχίω παιδίον έτι έμεινεν ορφανός από τον πατέρα αυτού και εισήχθη εις την εν Κωνσταντινουπόλει αυτοκρατορικήν Σχολήν, όπου διά το λιγηρόν της φωνής, την φυσικήν ωραιότητα και τα άλλα αυτού χαρίσματα, είλκυσε την εύνοιαν και αυτού του αυτοκράτορος (Κομνηνού) και παντός του Παλατίου αυτού μετ’ ολίγον καιρόν υπερέβη εις την σπουδήν άπαντας τους εαυτού συμμαθητάς και επί τέλους εγένετο ο μοναδικός του παλατίου άπαντες ηγάπων αυτόν και εκολάκευον και επεριποιούντο μεγάλως, ένεκα της λιγηράς φωνής και διά το σεμνόν του ύφους αυτού αλλά και μ’ όλα ταύτα τα του κόσμου αγαθά, η καρδία αυτού κατετήκετο υπό μιάς ενδομύχου και ανεκδιηγήτου αδημονίας και αποστροφής από πάντων των ηδέων του ματαίου βίου όθεν ο Ιωάννης έπασχε και ελυπείτο εν μέσω των ζωηρών και ηδειών ελπίδων διά το μέλλον και τόσω μάλλον ελυπείτο, καθ’ όσον δεν ηδύνατο να εύρη άνθρωπον, ίνα φανερώση προς αυτόν την αδημονίαν και λύπην αυτού και όστις να συμμερισθή και συναισθανθή την λύπην του και επομένως να παρηγορήση αυτόν η τοιαύτη δε αυτού λύπη υπερηύξησεν, ότε έμαθεν ότι ο Αυτοκράτωρ επιθυμεί να τον βιάση, ίνα νυμφευθή όθεν ο λογισμός ότι διά τας προσκαίρους ηδονάς του βίου δύναται να χάση την χαράν της βασιλείας των ουρανών, τοσούτον ηνώχλησε τον νέον, ώστε απεφάσισεν αφεύκτως να φύγη εκ της Βασιλευούσης και να κρυβή εν τινι μεμμακρυσμένη ερημία.
Ο δε Παντεπόπτης Θεός, βλέπων το άδολον της γνώμης και του σκοπού αυτού, ηυδόκησε και συνήργησεν εις την εκπλήρωσιν αυτών.

Ότε λοιπόν ο της παρθενίας εραστής ούτος Ιωάννης απηύδησε διατρίβων εν τοις Βασιλείοις και εσκέπτετο περί της εκείθεν αναχωρήσεως, ήλθεν εις Κωνσταντινούπολιν εκ του Αγίου Όρους του Άθω ο Ηγούμενος της Μεγίστης Λαύρας διά τινας υποθέσεις της Μονής ο δε Ιωάννης κατ’ ευδοκίαν Θεού είδε τον Γέροντα τούτον, όθεν εσκίρτησεν η καρδία αυτού εκ της χαράς, και ηδέως και προσηνώς ηγάπησεν αυτόν και σχετισθείς μετ’ αυτού, απεκάλυψεν αυτώ τους τε λογισμούς και τους σκοπούς αυτού, ζητήσας αμα και την συμβουλήν αυτού ο δε Γέρων ουχί μόνον επήνεσεν, αλλά και ηυλόγησεν αυτούς όθεν ο Ιωάννης, σχεδόν αμέσως κατόπιν του Γέροντος, ανεχώρησεν εκ της Βασιλευούσης και εν σχήματι ξένου ήλθεν εις το Άγιον Όρος και εις τας πύλας της Μεγίστης Λαύρας.
Ερωτηθείς δε παρά του θυρωρού, τις ήτο και πόθεν ήλθε και τι ήθελεν, ο Ιωάννης απεκρίθη ότι είναι άνθρωπος χωρικός, ποιμήν προβάτων και ότι βούλεται γενέσθαι Μοναχός είσαι νέος, τω υπενθύμισεν ο θυρωρός. «Αγαθόν ανδρί, όταν άρη ζυγόν εν τη νεότητι αυτού», τω απεκρίθη ταπεινώς ο Ιωάννης, και τον παρεκάλει θερμώς, ίνα αναγγείλη περί αυτού τω καθηγουμένω ανήγγειλε λοιπόν ο θυρωρός τω τε καθηγουμένω και τοις αδελφοίς περί του ξένου, οίτινες εχάρησαν, διότι είχον ανάγκην ενός τοιούτου ανθρώπου, ίνα ποιμάνη τους τράγους εδέχθη λοιπόν τον Ιωάννην και συνηρίθμησεν αυτόν τη αδελφότητι ο καθηγούμενος, και κουρεύσας αυτόν, διέταξεν ίνα ποιμάνη εις τα όρη τους τράγους της Μονής.
Τούτο το έργον επροξένησεν αυτώ μεγάλην χαράν, και ούτως εδόθη όλως μετά του ποιμνίου εις τας ερήμους του Άθω, όπου ην αυτώ αγαπητή εργασία η θέια θεωρία και η προσευχή.

Εν τούτοις, μαθών ο Αυτοκράτωρ την του ηγαπημένου αυτού μουσικού αναχώρησιν, ελυπήθη μεγάλως και απέστειλεν εις πόλεις και ερημικά μέρη ανθρώπους εις ανεύρεσιν αυτού αλλ’ ο υπό Θεού σκεπόμενος Ιωάννης έμεινε παντελώς άγνωστος, μ’ όλον ότι αυτοκρατορικοί απεσταλμένοι ήλθον και εις το Άγιον Όρος, μάλιστα δε και εις την Λαύραν αυτήν του οσίου Αθανασίου ούτω λοιπόν εν τη ησυχία παρήρχετο ο καιρός του Ιωάννου, όστις και αρρήτως εχαίρετο και ετέρπετο, διά την τοιαύτην αυτού κατάστασιν.
Εν μια δε των ημερών εκάθητο φυλάττων το ποίμνιον αυτού, κατεχόμενος εν βάθει ενθουσιασμού και διαλογισμών, διερχομένου του λογισμού αυτού όλην την έκτασιν του παρελθόντος βίου αυτού η δε καρδία αυτού εσκίρτα υπό του αισθήματος της ευχαριστίας προς τε τον Θεόν και την αυτού Πανάχραντον Μητέρα, διά την υπέρ αυτού αγαθήν πρόνοιαν και νομίζων ότι ουδείς ευρίσκεται εν εκε’ινη τη ερήμω, και ότι ουδείς ακούει αυτού ήρξατο, ως έθος αυτώ, ψάλλειν τους γνωστούς αυτώ θείους ύμνους και η αγγελική φωνή αυτού διά μακρού ήχου διηχείτο και κατέληγεν επί των ερημικών κορυφών του Άθωνος, διά μελωδικών απηχημάτων. Επί πολύ εξηκολούθησε ψάλλων εν κατανύξει και ηδονή πνευματική ο Ιωάννης, ούτε βλέπων, ούτε γνωρίζων, ότι ερημίτης τις ουχί μακράν αυτού κεκρυμμένος εν σπηλαίω τραχυτάτω, εις τόπον απότομον σχεδόν και άβατον, ήκουεν αυτού, αλλά το μέλος της του φαινομένου ποιμένος ψαλμωδίας διήγειρε την καρδίαν του μεγάλου εκείνου ησυχαστού, τοσούτον ώστε εδάκρυσε και επροξένησεν εις την κατανυγείσαν ψυχήν αυτού πνευματικήν τινα χάριν και ευφροσύνην, και έως ότου έψαλλεν ο Ιωάννης, δεν έπαυσε και ο ησυχαστής βλέπων αυτόν και διαπορών, πόθεν εν τη ερήμω τοιαύτη αγγελική φωνή και τοιούτος άριστος μουσικός; Και η απορία του ησυχαστού έφθασεν εις τον ύψιστον βαθμόν, ότε παρετήρησε καλώς ότι και αυτοί οι τράγοι έπαυσαν εσθίοντες εκ του εναρμονίου μέλους της του ποιμαίνοντος αυτούς ψαλμωδίας, ότι και αυτά τα άλογα ζώα περικυκλώσαντα τον εαυτών ποιμένα και περιορίσαντα και την ιδίαν πνοήν, ίσταντο ακίνητα προσηλώσαντα και τους αλόγους οφθαλμούς αυτών, ως κατακυριευθέντα και καταγοητευθέντα υπό της αγγελικής αυτού φωνής όθεν ευθέως απελθών εις την Λαύραν ο ησυχαστής, ανήγγειλε τω καθηγουμένω περί του θαυμασίου ποιμένος και της λιγηράς μελωδίας αυτού προσκαλείται λοιπόν ο Ιωάννης εκ της ερήμου και επετίμησεν ο ηγούμενος, ίνα φανερώση αυτώ τα κατ’ αυτόν, και εφανέρωσε και τοι μη βουλόμενος, ότι αυτός εστίν ο Αυτοκρατορικός ηδύλαλος μουσικός Ιωάννης τότε ο Καθηγούμενος μόλις ηδυνήθη να διακρίνη από τους ήδη εκλείποντας σχεδόν λόγω της εγκρατείας οφθαλμούς και την άλλην προσωπικήν φυσιογνωμίαν αυτού, ότι ούτος αληθώς εστιν εκείνος ο του βασιλέως αγαπητός, μετά του οποίου εσχετίσθη εις Κωνσταντινούπολιν και όστις τότε διήγε ζωήν ευρυχωτάτην και είχεν οφθαλμούς ελκυστικούς και εις τας ροδίνους παρειάς σκιρτώσαν την υγείαν. Παρακαλέσαντος δε πάλιν μετά θερμών δακρών του ταπεινού Ιαάννου, άφησεν αυτόν ο Καθηγούμενος εις την αυτήν ποιμαντικήν εργασίαν της υπακοής αλλ’ ο Καθηγούμενος, φοβούμενος μη μάθη τούτο ο Βασιλεύς, μετέβη εις Κωνσταντινούπολιν και παρασταθείς προς τον Βασιλέα : ελέησον, λέγει, τον δούλον σου, Βασιλεύ! Προσπίπτων άμα εις τους πόδας του Βασιλέως αυτού, διά το όνομα του Θεού του θέλοντος πάντας και έκαστον σωθήναι δέομαι και παρακαλώ την Βασιλείαν σου, ίνα ακούση πατρικώς την αίτησίν μου και εκπληρώση αυτήν, και ο Θεός να πληρώση εν αγαθοίς τους πόθους και τα αιτήματά σου! Έκθαμπος δε γενόμενος ο Αυτοκράτωρ εκ της βαθείας ταπεινώσεως και υπακοής του Γέροντος, ήγειρεν αυτόν και προσηνώς ηρώτησεν αυτόν λέγων : «Τι θέλεις Πάτερ, απ’ εμού;». Συγχώρησόν μοι, ώ Βασιλεύ! Εάν εγώ έσωμαι τολμηρός ενώπιον της σης Μεγαλειότητος η αίτησίς μου είναι ουτιδανή ως προς την εκτέλεσιν αυτής, διά σε είναι πολλά ελαφρά, καθότι ουδέν άλλο απαιτεί ή ένα σου λόγον και όμως η εκπλήρωσις αυτής θέλει προξενήσει χαράν και παραμυθίαν εις αυτούς τους Αγγέλους και αγαθόν εις την εμήν Λαύραν «λέγε λοιπόν, προσέθηκεν ευμενώς ο Βασιλεύς, τι θέλεις; Εγώ τα πάντα σοι θέλω εκτελέσει». Ο του Βασιλέως λόγος είναι ιερός, απεκρίθη ταπεινώς ο Ηγούμενος, και ουδέποτε αθετήται! «ναι, Πάτερ, ναι», επεκύρωσεν ο Βασιλεύς, συγκινηθείς εκ της απλότητος του Γέροντος «λέγε λοιπόν, τι θέλεις»; Χάρισον ημίν, λέγει αυτώ ο Καθηγούμενος, ένα των υπηκόων σου ο οποίος ζητεί την αιώνιον σωτηρίαν αυτού και να εύχεται υπέρ του Κράτους σου τούτο μόνον θέλω και ουδέν έτερον ταύτα είπεν ο Καθηγούμενος και εσιώπησε «γενηθήτω το αίτημά σου, απεκρίθη περιχαρώς ο Βασιλεύς, τις δε και πού έστιν ούτος;» παρ’ ημίν, απεκρίθη αγωνιών ο Γέρων, και μάλιστα εν τω αγγελικώ σχήματι, Ιωάννης Κουκκουζέλης : ορμητικώς απεκρίθη ο Βασιλεύς, και με τον λόγον έρευσαν δάκρυα ακουσίως εκ των οφθαλμών αυτού και κατέβησαν επί του βασιλικού αυτού στήθους. Τότε ο Καθηγούμενος διηγήθη λεπτομερώς τα περί του Ιωάννου, ο δε Αυτοκράτωρ μετά προσοχής ηκροάσθη αυτού και επί τέλους ανεβόησε μετά συγκινήσεως : «Λυπούμαι τον μοναδικόν μου ψάλτην! Λυπούμαι τον εμόν Ιωάννην! Αλλ’ αφού εκορεύθη ήδη, υπομονητέον! Η της ψυχής σωτηρία είναι τιμιωτέρα πάντων ας προσεύχεται ήδη και υπέρ της εμής σωτηρίας και υπέρ της εμής Βασιλείας». Ταύτα ακούσας ο Γέρων εδόξασε τον Θεόν, ηυλόγησε τον εαυτού ελεήμονα Βασιλέα και περιχαρής επέστρεψεν εις την Λαύραν. Έκτοτε ο Ιωάννης έμεινεν ήσυχος, ανήγειρε διά τον εαυτόν του μίαν κέλλαν μετά παρεκκλησιδίου επ’ ονόματι των Αρχαγγέλων, και ησυχάζων εν αυτή τας εξ ημέρας της εβδομάδος, κατά τας Κυριακάς και λοιπάς εορτάς ήρχετο εν τω Καθολικώ Ναώ και ιστάμενος εν τω δεξιώ χορώ έψαλλε μετά κατανύξεως συν τοις άλλοις ψάλταις. Εν μια δε των ημερών, ήτις ην το Σάββατον του Ακαθίστου Ύμνου, αφού έψαλε τους ύμνους της εορτής, εκάθισε μετά την αγρυπνίαν εν τω στασιδίω, απέναντι της εικόνος της Θεοτόκου, ενώπιον της οποίας ανεγνώσθησαν και οι οίκοι, ίνα αναπαυθή ολίγον, και ναρκωθείς ελαφρώς ακούει αμέσως σιγανήν τινα φωνήν λέγουσαν : «Χαίροις Ιωάννη! (και με την φωνήν βλέπει έμπροσθέν του την Θεοτόκον ακτινοβολούσαν με Ουράνιον φως). Ψάλλε μοι και εγώ ου σε εγκαταλέιψω». Και με τον λόγον ενεχείρισεν αυτώ εν χρυσούν νόμισμα, και ούτως εγένετο άφαντος αφυπνισθείς δε ο Ιωάννης, όλως σκιρτών εκ της αμέτρου χαράς, βλέπει εν τη δεξιά αυτού νόμισμα, και εκ των οφθαλμών αυτού έρρευσαν δάκρυα χαράς και αγαλλιάσεως, και επομένως ηυχαρίστησε και εδόξασε μεγάλως την Ουράνιαν Άνασσαν, διά την προς αυτόν άρρητον αυτής χάριν ταύτην και ευδοκίαν και έλεος. (Είτα εκρέμασαν το νόμισμα εις την ρηθείσαν Αγίαν εικόνα της Θεοτόκου, υπό της οποίας εγένετο εξαίσια θαύματα, και ουχί μόνον υπό της αγίας εικόνος, αλλά και υπό του νομίσματος). Έκτοτε λοιπόν ο Ιωάννης προθυμότερον εξετάζει το έργον αυτού ψάλλων ευλαβώς και μετά κατανύξεως, τόσον ώστε εκ της πολλής στάσεως, των τε ιδιαιτέρων και των κοινών και φανερών αγρυπνιών, εσάπισαν οι πόδες αυτού, και κατέσθιον αυτούς οι σκώληκες αλλά μετ’ ολίγον εφάνη αυτώ κατ’ όναρ η Θεοτόκος και είπεν: «από του νυν έσω υγιής!» και ευθέως εγένετο υγιής, αφανισθεισών των πληγών και αλγηδόνων αυτού.

Όθεν ο Ιωάννης, ως ευγνώμων, το επίλοιπον της ζωής αυτού διήνυσεν εις μεγάλους και υπέρ φύσιν αγώνας, και τοσούτον εφωτίσθη νοερώς, ώστε ηξιώθη να προίδη την ώραν της τελευτής αυτού αποχαιρετίσας λοιπόν πάντας τους συναχθέντας εν τη κέλλη αυτού και λαβών συγχώρησιν, και διατάξας ίνα το σώμα αυτού ενταφιασθή εν τω παρ’ αυτού ανεγερθέντι Ναώ των Αρχαγγέλων, προσευχόμενος απήλθε προς Κύριον.


ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΦΛΩΡΙΟΥ ΤΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΟΥΚΟΥΖΕΛΗ

Η παράδοσις αναφέρει ότι το του Ιωάννου Κουκουζέλη φλωρίον υφίστατο μέχρι των μέσων της 17ης εκατονταετηρίδος, ότε, χορηγηθέντος ταξιδίου εις Ρωσσίαν, εδόθη το ήμισυ εις τους αντοπροσώπους προς ένδειξιν της ταυτότητος αυτών.

Αλλά τέλος κατεκρατήθη και το έτερον ήμισυ εν Ρωσσία.

- Εν τη Λαύρα του Αγίου Αθανασίου υπήρξε και Γρηγόριός τις Δομέστικος ο μελωδός, όστις και αυτός ημείφθη υπό της Θεοτόκου διά χρυσού νομίσματος, ως και ο Ιωάννης ο Κουκουζέλης. Τούτον αναφέρει και ο Συναξαριστής τη 1η του μηνός Οκτωβρίου ανάγουσι δ’ αυτόν εις τους χρόνους Ιωάννου του Κουκουζέλη και προσωνυμείτο και ούτος Γρηγόριος Κουκουζέλης, ως ων παραπλήσιος τω Κουκουζέλη, προς ένδειξιν της περί την μουσικήν δεινότητος αυτού.

Διήγησις περί του γενομένου θαύματος υπό του Αρχαγγέλου Γαβριήλ, ήτοι περί του Αρχαγγελικού ύμνου του «ΆΞΙΟΝ ΕΣΤΙΝ».


Κατά την Σκήτην του Πρωτάτου, την ευρισκομένην εις τας Καρυάς, εκεί πλησίον, εν τη τοποθεσία της Ιεράς Μονής του Παντοκράτορος, είναι λάκκος μεγάλος, όστις έχει κελλία διάφορα. Εις εν λοιπόν των κελλίων τούτων, επ’ ονόματι τιμώμενον της Κυρίας Θεοτόκου της Κοιμήσεως, εκατοίκει ένας Ιερομόναχος Γέρων και ενάρετος μετά άλλου υποτακτικού. Επειδή δε ήτο συνήθεια να γίνεται αγρυπνία κάθε Κυριακήν εις την ρηθείσαν του Πρωτάτου Σκήτην, κατά το εσπέρας ενός Σαββάτου, θέλων να υπάγη ο προρρηθείς Γέροντας εις την αγρυπνίαν λέγει τω μαθητή αυτού: «Τέκνον, εγώ μεν υπάγω διά να ακούσω την αγρυπνίαν, ως σύνηθες συ δε μείνον εις το κελλίον και ως δύνασαι, ανάγνωθι την Ακολουθίαν σου». Και ούτως απήλθεν. Αφ’ ου δε η εσπέρα παρήλθεν, ιδού κρούει τις την θύραν του Κελλίου, ο δε Αδελφός έδραμε και την άνοιξε και βλέπει, ότι ήτο ξένος μοναχός, άγνωστος εις αυτόν, όστις εισελθών έμεινεν εις το κελλίον την νύκτα εκείνην.

Εν τη ώρα δε του Όρθρου, αναστάντες, έψαλλον και οι δύο την Ακολουθίαν όταν δε ήλθον εις τη Τ ι μ ι ω τ έ ρ α ν, ο μεν εντόπιος Μοναχός έψαλλε μόνον την «Τιμιωτέραν των Χερουβείμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ, την αδιαφθόρως Θεόν ΛΟΓΟΝ τεκούσαν, την όντως Θεοτόκον, Σε μεγαλύνομεν», δηλαδή τον παλαιόν ύμνον του Αγίου Κοσμά του Ποιητού, ο δε ξένος εκείνος Μοναχός, κάμνοντας άλλην αρχήν του ύμνου, έψαλλεν ούτως : «Άξιον έστίν, ως αληθώς μακαρίζειν σε την Θεοτόκον, την Αειμακάριστον και Παναμώμητον και Μητέρα του Θεού ημών». Είτα εσύναψε και την «Τιμιωτέραν των Χερουβείμ και ενδοξοτέραν ασυγκρίτως των Σεραφείμ, την αδιαφθόρως Θεόν ΛΟΓΟΝ τεκούσαν, την όντως Θεοτόκον, Σε μεγαλύνομεν».
Ακούσας δε ταύτα ο εντόπιος Μοναχός, εθαύμασε, και λέγει προς τον φαινόμενον ξένον : «Ημείς μόνον ψάλλομεν «Την Τιμιωτέραν», το δε Ά ξ ι ο ν έ σ τ ι ν ουδέποτε ηκούσαμεν, ούτε ημείς ούτε οι πρωτήτεροι από ημάς. Αλλά παρακαλώ σε, ποίησον αγάπην, και γράψον και εις εμένα τον ύμνον τούτον διά να ψάλλω και εγώ εις την Θεοτόκον». Ο δε αποκριθείς, «φέρε μοι, του λέγει, μελάνι και χαρτί διά να τον γράψω». Ο δε εντόπιος απεκρίθη προς αυτόν «Δυστυχώς, δεν έχω ούτε μελάνι, ούτε χαρτί διά να το γράψης». Και ο φαινόμενος ξένος, «Φέρε μοι, του είπε, μίαν πλάκα».
Ο δε Μοναχός δραμών, εύρε πλάκα και του την έφερε. Λαβών δε ταύτην ο ξένος, έγραψεν επάνω εις αυτήν με τον εαυτού δάκτυλον τον ρηθέντα ύμνον, το «Άξιον έστι», και ω του Θαύματος! Τόσον βαθέως εχαράχθησαν τα γράμματα επάνω εις την σκληρήν πλάκα, ωσάν να εγράφησαν επάνω εις τον πηλόν απαλώτατον. Είτα λέγει τω Αδελφώ «Από της σήμερον και εις το εξής ούτω να ψάλλετε και εσείς, και όλοι οι Ορθόδοξοι». Ήτο γαρ άγιος Άγγελος, απεσταλμένος παρά του Θεού, διά να αποκαλύψη τον αγγελικόν ύμνον τούτον, και τη Μητρί του Θεού πρεπωδέστατον, μάλλον δε ήτο ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, ως ρηθήσεται εν τοις επομένοις.

Αφού δε ήλθεν από την αγρυπνίαν ο Γέροντας και εισήλθεν εις το κελλίον, αρχίζει ο υποτακτικός αυτού να ψάλλη το «Άξιον έστιν», καθώς ο Άγγελος αυτώ παρήγγειλε, και δείχνει εις τον Γέροντά του και την ρηθείσαν πλάκα με τα αγγελοχάρακτα γράμματα. Ο δε, ταύτα ακούσας και ιδών, έμεινεν εκστατικός διά το τοιούτον θαυμάσιον. Και λοιπόν λαβόντες και οι δύο την αγγελοχάρακτον εκείνην πλάκα, απήλθον εις το Πρωτάτον του Αγίου Όρους και εις τους λοιπούς γέροντας της Κοινής Συνάξεως, εδιηγήθησαν εις αυτούς άπαντας τα γενόμενα οι δε δοξάσαντες ομοφώνως τον Θεόν και ευχαριστήσαντες την Κυρίαν ημών Θεοτόκον διά το παράδοξον τούτο, ευθύς απέστειλαν την πλάκα εις την Κωνσταντινούπολιν, προς τε τον Πατριάρχην και τον Βασιλέα, σημειώσαντες εις αυτούς διά γραμμάτων άπασον την υπόθεσιν του τοιούτου θαυματουργήματος.

Από τότε δε και ύστερα, ο μεν αγγελικός αυτός ύμνος διεδόθη εις όλην την Οικουμένην διά να ψάλλεται εις την Θεομήτορα από όλους τους Ορθοδόξους η δε αγία εικών της Θεοτόκου, η ευρισκόμενη εις την εκκλησίαν του κελλίου εκείνου, εν ω το τοιούτον γέγονε θαύμα, μετεφέρθη από τους Πατέρας του Αγίου Όρους εις την εκκλησίαν του Πρωτάτου, και εις αυτήν ευρίσκεται έως σήμερον, ενθρονισμένη επί του Ιερού Συνθρόνου, εντός του Αγίου Βήματος, επειδή και έμπροσθεν της εικόνος ταύτης εψάλη το πρώτον υπό του Αγγέλου ο ύμνος ούτος. Το δε κελλίον εκείνο έλαβε την επωνυμίαν : «Άξιον έστιν» και ο λάκκος εκείνος, εις τον οποίον το κελλίον ευρίσκεται, ονομάζεται από όλους έως σήμερον : «Άδειν, ο έστι ψάλλειν», διότι εις αυτόν τον πρώτον εψάλη ο αγγελικός και Θεομητοροπρεπής ούτος ύμνος.

Ότι δε το θαύμα τούτο είναι πολλά παλαιόν και ότι ο Άγγελος, όστις εφάνη, ήτο ο Αρχάγγελος Γαβριήλ, μαρτυρεί και το εν τοις τετυπωμένοις Μηναίοις γεγραμμένον, κατά την ενδεκάτην του Ιουνίου Μηνός ούτω : «Τη αυτή ημέρα η Σύναξις του Αρχαγγέλου Γαβριήλ εν τω Άδειν». Επειδή δε, ως φαίνεται, εν τη ενδεκάτη του Ιουνίου ηκολούθησε το τοιούτον θαυμάσιον, τούτου χάριν οι τότε Πατέρες ετέλουν Σύναξιν και λειτουργίαν κατ’ ενιαυτόν εις τον ρηθέντα λάκκον, τον επονομαζόμενον Άδειν, εις μνήμην του θαύματος, τιμώντες και δοξάζοντες, τον Άρχάγγελον Γαβριήλ, όστις καθώς απαρχής έως τέλους εστάθη ο ένθεος υμνολόγος της Θεοτόκου και τροφεύς και διακονητής και χαροποιός αυτής ευαγγελιστής ούτως υπηρέτησε και εις το να αποκαλύψη τον όντως Θεομητορικόν τούτον ύμνον, ως αυτώ μόνω κατά πάντα πρεπούσης της τοιαύτης διακονίας.

Και πάλαι μεν ο Δεσπότης των όλων Θεός έδωκε τας δέκα εντολάς εις τους Εβραίους, γεγραμμένας με τον αυτού δάκτυλον επάνω εις τας δύο λιθίνας πλάκας, τώρα δε ο Άρχων των του Θεού Αγγέλων έδωκεν εις όλους τους Ορθοδόξους τον πλέον γλυκύτατον και ερασμιώτερον ύμνον της Μητρός του Θεού, γεγραμμένον εις λιθίνην πλάκα με τον αρχαγγελικόν αυτού δάκτυλον.

Βλέπε δε πως επληρώθη η προφητεία του Θείου Γαβριήλ οπού είπεν, ότι να ψάλλωσι τον ύμνον τούτον όλοι οι Ορθόδοξοι διότι τόσον κοινός και ποθεινός εγένετο ο Αρχαγγελοσύνθετος ούτος ύμνος εις όλους τους Ορθοδόξους, ώστε και αυτά τα μικρά παιδάρια των Χριστιανών ηξεύρουν και τον ψάλλουν μεφαλοφώνως την σήμερον, με μεγάλην χαράν της καρδίας των, εις δόξαν της Θεοτόκου, ης ταις Αγίαις πρεσβείαις αξιωθείημεν της Βασιλείας των Ουρανών. Αμήν.

ΔΙΗΓΗΣΗΣ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΑΦΙΞΕΩΣ ΤΗΣ ΘΕΟΜΗΤΟΡΟΣ ΕΙΣ ΤΟΝ ΛΙΜΕΝΑ ΤΟΥ ΚΛΗΜΕΝΤΟΣ, ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ
(Συνοδευόμενης υπό του Ευαγγελιστού Ιωάννου)


Υπάρχει παράδοσις ότι η Θεοτόκος επεσκέφθη το Άγιον Όρος.

Τούτο το γεγονός αναφέρουσι και οι Κώδικες Λ’ – 66 και Ι’ – 31 της Λαυριωτικής Βιβλιοθήκης.

Όταν οι Απόστολοι έβαλον κλήρους πού απελθείν κηρύξαι το Ευαγγέλιον, τότε έδοξε και τη Μητρί και Παρθένω, αιτήσασθαι κλήρον, ώστε μηδ’ αύτη είη άμοιρος κηρύγματος, και έπεσεν επ’ αυτήν ο κλήρος απελθείν εις Ιβηρίαν.
Και ότε ητοιμάζετο απελθείν, τότε επιστάς ο Αρχάγγελος Γαβριήλ είπεν αυτή: Θεοτόκε Παρθένε, Ιησούς ο Χριστός ο εκ σου γεννηθείς, ούτω σοι κελεύει μη χωρισθής της Ιουδαίας γης, ήτοι της Ιερουσαλήμ ο γαρ τόπος, ος σοι κεκλήρωται, ουκ έστιν Ιβηρία, αλλ’ η χερσόνησος της Μακεδονίας, η του όρους Άθω καλουμένη, ήπερ από του σου προσώπου φωτισθήσεται.
Όταν η Θεοτόκος αφίκετο εις τον Άθω, κραυγή, σύγχυσις και βοή μεγάλη εγένετο εκ πάντων των εν τω Άθω ειδώλων, και γενομένης κραυγής τοιαύτα ηκούετο: «Άνδρες, οι του Απόλλωνος άπαντες πορευθέντες εις τον του Κλήμεντος λιμένα προϋπαντήσατε την Μητέρα του Μεγάλου Θεού Μαρίαν».
Δια τούτο πάντες εις τον λιμένα συνέτρεχον, και μετά σεβασμού την Θεοτόκον συν τω Ευαγγελιστή Ιωάννη και άπαντας τους συνοδοιπόρους απήγαγον εις το Συναγωγείον επερωτώντες το Μέγα Μυστήριον της ενσάρκου οικονομίας, και εθαύμαζον, πώς αύτη, ούσα Εβραία, τα πάντα εξηγήσατο εις την Ελληνικήν γλώσσαν.

Η Θεοτόκος ευχαριστηθείσα εκ του τόπου, ο οποίος εκληρώθη εις αυτήν, είπε την κάτωθι ευχήν :
«Υιέ μου και Θεέ μου, ευλόγησον τον τόπον τούτον, και κλήρον μου και έκχεον το έλεός σου επ’ αυτόν, και φύλαξον αυτόν αβλαβή μέχρι της συντελείας του αιώνος τούτου, και τους κατασκηνούντας εν αυτώ διά το όνομά σου το άγιον, και το εμόν, ώστε διά μικρού κόπου και αγώνος της μετανοίας, αφεθήναι αυτοίς τα πολλά αυτών αμαρτήματα, έμπλησον αυτούς παντός αγαθού και αναγκαίου εν τω αιώνι τούτω και ζωής αιωνίου εν τω μέλλοντι, και δόξασον υπέρ πάντα τόπον τον τόπον τούτον και θαυμάστωσον διά παντοίων θαυμασίων και πλήρωσον αυτόν εκ παντός Έθνους των υπό τον ουρανόν, των κεκλημένων τω ονόματί σου, και πλάτυνον τα σκηνώματα αυτών εν αυτώ απ’ άκρου έως άκρου αυτού, από βορρά και νότου, απάλλαξον αυτούς της αιωνίου κολάσεως, και σώσον αυτούς εκ παντός πειρασμού, εξ ορατών και αοράτων εχθρών, και πάσης Αιρέσεως, και ειρήνευσον τω ορθοδόξω δόγματι».

Ταύτα ευχηθείσης της Θεοτόκου, φωνή εγένετο ουρανόθεν αποκριθείσα αυτή:
«Όσα προσηύξω, Μήτερ μου, ούτως έσται σοι πάντα, εάν και αυτοί τα εντάλματά μου φυλάξωσιν. Από του νυν και εξής έστω ο τόπος ούτος κλήρος σος και περιβόλαιον σον και παράδεισος, έτι δε και λιμήν σωτηρίας των θελόντων σωθήναι, αλλά και προσφυγή και καταφύγιον και λιμήν ατάραχος της μετανοίας των πεφορτισμένων εν πολλαίς αμαρτίαις».

Η «ΔΑΦΝΗ» ΗΤΟΙ Ο ΛΙΜΗΝ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΟΡΟΥΣ



Ο ΛΙΜΗΝ ΤΗΣ ΔΑΦΝΗΣ εις την νοτίαν πλευράν του Αγίου Όρους ανήκων εις τας Ι. Μ. Ξηροποτάμου και Σίμωνος Πέτρας, ένθα υπάρχουσιν αποβάθραι τελωνείον, πρακτορεία, ξενοδοχεία, τηλεγραφείον κλπ, διά τους επιβάτας και προσκυνητάς.

Η Δάφνη ήτο θυγάτηρ του Βασιλέως της Αρκαδίας, της οποίας ηράσθη εμμανώς ο Απόλλων, και διά να φυλάξη την Παρθενίαν της κατέφυγεν εις τον τόπον των παρθένων του Άθω, εξ ης ωνομάσθη και ο λιμήν του Αγίου Όρους Δάφνη, ως σύμβολον νίκης κατά της σαρκός.

Οι επισκέπται ταξιδεύοντες μετά μικρών πλοιαρίων από Ουρανούπολιν εις την Δάφνην του Αγίου Όρους ευρίσκουν εις ανταπόκρισιν το αυτοκίνητον ίνα εν συνεχεία μεταβώσιν εις Καρυάς διά το απαραίτητον Διαμονητήριόν τους.


Διήγησις περί της δευτέρας Αγίας Εικόνος του Μεγαλομάρτυρος Αγίου ΓΕΩΡΓΙΟΥ του Τροπαιοφόρου, της Ιεράς του Ζωγράφου Μονής.



Η Αγία αύτη Εικών αυτομάτως ήλθεν ωσαύτως διά θαλάσσης εκ της Αραβίας και εύρον αυτήν εν τω λιμένι της ιεράς του Βατοπαιδίου Μονής. Η απροσδόκητος όμως άφιξις της Αγίας Εικόνος ουκ ολίγην προϋξένησε ταραχήν και θόρυβον εν τω Αγίω Όρει, καθότι της φήμης αυτής ταχέως διαδραμούσης πανταχού, συνέρρεον εκ πασών των Μονών, ιρωθείσαν Εικόνα.
Έκαστον δε Μοναστήριον παρεκάλει ν’ αποκτήση τον τοιούτον θησαυρόν, αλλ’ η του Βατοπαιδίου Μονή, επειδή η Αγία Εικών εφανερώθη εις τον λιμένα αυτής οικειοπειείτο αυτήν.

Εν τούτοις άπαντες οι Γέροντες των λοιπών Μονών δεν παρεχώρουν αυτήν και ουχί άλλως πως εβούλοντο, ίνα αποφασίσωσι περί του μέλλοντος της Αγίας ταύτης Εικόνος του Αθλοφόρου, ει μη ίνα βάλωσι κλήρους εκ πασών των Μονών και ούτω να γνωρίσωσι εν ποίω Μοναστήριω βούλεται μόνη αυτή η ιδία Εικών να διαμένη όθεν και με όλην την δύναμιν, ων κέντηται η του Βατοπαιδίου Μονή, κατά την υπεροχήν και αρχαιότητα αυτής, εις άλλας περιστάσεις και εν αυτώ μάλιστα τω Πρωτάτω, ουχ ήττον η κοινή φωνή ως φωνή Θεού υπερίσχυεν όθεν, όπως ασφαλέστερον γνωρίσωσιν εν ποία αληθώς των εν Άθω Ιερών Μονών ευδοκεί να αφήση την Αγίαν Αυτού Εικόνα ο Τροπαιοφόρος, απεφάσισαν οι Γέροντες κοινή γνώμη, ίνα επιθέσωσιν αυτήν αφ’ ενός αγρίου και νέου ημιόνου, μηδόλως γιγνώσκοντος τας οδούς των του Αγίου Όρους Μονών και Σκητέων, και με το ιερόν τούτο φορτίον να αφήσωσιν αυτόν ελέυθερον εις την θέλησιν αυτού και να ακολουθώσι κατόπιν παρατηρούντες αυτόν και ούτως εποίησαν.
Ο νέος λοιπόν και άγριος ημιόνος ούτος ωδηγήθη πρώτον εις την οδόν την άγουσαν εκ Θεσσαλονίκης εις το Άγιον Όρος και αφέθη άνευ οδηγού ο δε διά βαρέως και ισομέτρου και ευτάκτου βήματος, ώσπερ αισθανόμενος και εννοών οποίον ιερόν φορτίον φέρει εφ’ εαυτού, διέβη δι’ αβάτων τόπων και δασών και υψωμάτων κατ’ ευθείαν εις την του Ζωγράφου και κατέναντι της Μονής, εφ’ ενός ωραιοτάτου λόφου, έστη όλως ακίνητος.
Τοιουτοτρόπως λοιπόν άπαντες επληροφορήθησαν, ότι η ευδοκία του Τροπαιοφόρου Γεωργίου είναι να μείνη η Αγία Αυτού Εικών εν τη του Ζωγράφου οι δε Μοναχοί αυτής μετ’ εγκαρδίου χαράς και πνευματικής πανηγύρεως εδέξαντο τον Ουράνιον τούτον ξένον και φίλον και την αγίαν αυτού Εικόνα έθεντο εν τω Μοναστηρίω εντός του Καθολικού Ναού.
Εν τούτοις και ο ημιόνος, μόλις κατεβίβασαν εξ αυτού την αγίαν Εικόνα, εξέπνευσε και κατέχωσαν αυτόν εν τω ιδίω τόπω.

Εις ανάμνησιν δε της θαυμασίας φανερώσεως και ελεύσεως της αγίας ταύτης Εικόνος του Αγίου Γεωργίου, ωκοδόμησαν επί του λόφου εκείνου μίαν κέλλαν και ου μεγάλην εκκλησίαν επ’ ονόμαστι του Αγίου Γεωργίου Τροπαιοφόρου. Ούτος δε ο λόφος είναι κατέναντι της Μονής προς Δυσμάς, απέχων 15’ λεπτά.


Απολυτίκιον του Αγίου Γεωργίου
Ήχος δ’

Ως των αιχμαλώτων ελευθερωτής
Και των πτωχών υπερασπιστής,
Ασθενούντων ιατρός,
Βασιλέων υπέρμαχος,
Τροπαιοφόρε μεγαλομάρτυς Γεώργιε,
Πρέσβευε Χριστώ τω Θεώ
Σωθήναι τας ψυχάς ημών.

Διήγησις περί της Θαυματουργού Εικόνος του Αγίου ΓΕΩΡΓΙΟΥ του Μεγαλομάρτυρος



Επί βασιλείας Λέοντος του Σοφωτάτου Βασιλέως, εν έτει 919, ήσαν τρεις αδελφοί γνήσιοι, Μωϋσής, Ααρών και Βασίλειος ονομαζόμενοι και καταγόμενοι εκ της μεγαλοπόλεως Λυκνίδος, ήτις ύστερον ωνομάσθη Αχρίς (κοινότερον δε Οχρίδα).
Ούτοι δι’α την προς Θεόν αγάπην και ευλάβειαν, ην είχον, απεφάσισαν ίνα αφήσωσι τον κόσμον και πλούτον και δόξαν γένους και αναλάβωσι το Αγγελικόν σχήμα. Όπως δε θερμότερον και ανδρειότερον αντιπολενήσωσι τας του εχθρού μηχανάς, και νεκρώσωσι τέλεον τας ηδονάς της ιδίας αυτών σαρκός διά την Βασιλείαν των Ουρανών, εξελέξαντο εαυτοίς τελείαν αναχώρησιν και ήλθον εις το Άγιον Όρος του Άθω, ένθα ευρόντες τόπον ήσυχον εις τα πέριξ της νυν ιεράς Μονής του Ζωγράφου, εποίησαν εαυτοίς τρεις σκηνάς και κατώκησαν διά μακρού διαστήματος αλλήλων διαχωριζόμενοι, μόνη δε τη Κυριακή συνήρχοντο επί το αυτό.
Εξήλθε λοιπόν η φήμη της αρετής αυτών, και συνήχθησαν και έτεροι και προσεκολλήθησαν αυτοίς οίτινες και νεύσει Θεού ωκοδόμησαν Μοναστήριον ευρόντες τόπον επιτήδειον, και Ναόν, ον και ηθέλησαν επονομάσαι και οι μεν έλεγον του Αγίου Νικολάου, οι δε του αγίου Κλήμεντος Αρχιεπισκόπου Αχριδών, ως συμπατριώτου αυτών, έκαστος δηλαδή αυτών, προς ον είχε περισσοτέραν ευλάβειαν, και ούτω διετέλουν ασύμφωνοι ίνα δε συστείλωσι τας διαφωνίας και φιλονεικίας εκ της αδελφικής αυτών αγάπης, απεφάσισαν επί τέλους, ίνα διά προσευχής προσδράμωσι προς Θεόν και δεηθώσιν αυτώ θερμώς, ιν’ αυτός μόνος διατάξη και αποφασίση, τίνι εκ των Αγίων αυτού να καθιερώσωσι τον Ναόν, και τίνος εικόνα να ζωγραφίσωσιν επί της ετοιμασθείσης σανίδος.
Όθεν άπαντες και οι τρεις εστάθησαν εις προσευχήν, από αυτής της εσπέρας, έκαστος εν τω ιδίω ησυχαστηρίω, και ούτω προσευχωμένων αυτών, φως ασύνηθες λαμπρότερον τω του ηλίου ακτίνων, διεχύθη εκ της νεοδμήτου εκκλησίας επί των πέριξ υψωμάτων των κελλών αυτών και ούτως απορία και φόβω συσχεθέντες, διέμειναν καθ’ όλην την νύχτα εις τον αγώνα της προσευχής κατά δε την επιούσαν πρωίαν κατελθόντες τη εκκλησία, είδον μετ’ άκρου θαυμασμού, ότι επί της προετοιμασθείσης σανίδος εζωγραφίσθη η εικών του Μεγαλομάρτυρος και Τροπαιοφόρου Γεωργίου, ένθα κατά την παρελθούσαν νύκτα εξήρχετο η ουράνιος λάμψις, και κατεφώτιζε τα ταπεινά εκείνα ησυχαστήρια.
Ούτω λοιπόν επλήρωσεν ο Κύριος την αίτησιν αυτών και θαυμασίως εφανέρωσεν επί τίνος ονόματος να καθιερωθή ο ιερός Ναός.

Ένεκα λοιπόν της αγίας ταύτης Εικόνος, ο μεν Ναός επωνομάσθη του αγίου Γεωργίου, το δε Μοναστήριον του Ζωγράφου, υπό των ρηθέντων ευλαβεστάτων τριών Αδελφών, καθότι αύτη τη θεία νεύσει, αοράτω εζωγραφίσθη δυνάμει και χειρί.

Περί δε της Αγίας ταύτης Εικόνος διηγούνται τα εξής: ότι δηλαδή αύτη υπήρχεν εν τω Μοναστηρίω τω καλουμένω Φανουήλ τω ευρισκομένω εις την Συρίαν πλησίον της Λύδδης, της Πατρίδος του Μεγαλομάρτυρος, θαυματουργούσα εξαίσια και κατά τους λόγους του Καθηγουμένου της ρηθείσης Μονής του Φανουήλ, Ευστρατίου ονόματι, ότε επλησίασεν καιρός καθ’ ον ο πανάγαθος Θεός τη δικαία αυτού οργή, ηθέλησε να παραδώση πάσαν τη Συρίαν και συν αυτή και την του Φανουήλ ταύτην Μονήν τοις Σαρακηνοίς εις αφανισμόν, εν μία των ημερών η ζωγραφία της αγίας Εικόνος του Αγίου Γεωργίου, ορώντων των Αδελφών, απεχωρίσθη εκ της σανίδος αυτομάτως και ανυψώθη εκ του τόπου και εκρύβη εις μέρος όλως άγνωστον οι δε λυπηθέντες και φοβηθέντες αδελφοί εκ του τοιούτου θαύματος, έπεσον μετά δακρύων και παρεκάλουν τον Θεόν εν τω ονόματι του Μεγαλομάρτυρος αυτού Γεωργίου, ίνα φανερώση αυτοίς πού εκρύβη απ’ αυτών το πρόσωπον αυτού του αθλοφόρου και ο μεν Θεός εισήκουσε της δεήσεως αυτών, ο δε των αιχμαλώτων ελευθερωτής Μεγαλομάρτυς Γεώργιος παρηγόρησε τον ρηθέντα Καθηγούμενον του Φανουήλ διά της παρουσίας αυτού και «μη λυπείσθε δι’ εμέ», ειπών αυτώ ο φανείς Τροπαιοφόρος, «εγώ εύρον εμαυτώ Μονήν εν τω κλήρω της Θεοτόκου εν τω Άθωνι και αν θέλητε σπεύσατε και υμείς εκεί, καθότι η οργή του Κυρίου ετοίμως έχει εξαφθήναι, επί της διεφθαρμένης Παλαιστίνης και εφ’ απάσης σχεδόν της Οικουμένης διά τας αμαρτίας των Χριστιανών»!

Ο δε Καθηγούμενος συναθροίσας τους Μοναχούς ανήγγειλεν αυτοίς τα παρά του Αγίου λαληθέντα είτα προσκαλεσάμενος και τους εγκρίτους της πόλεως Λύδδης και ειπών τα περί της αγίας εικόνος, παρήγγειλεν αυτοίς λέγων : «παρακατέχετε υμείς την Μονήν και φυλάξατε αυτήν ημείς δε απερχόμεθα εις την αγίαν πόλιν Ιερουσαλήμ, ίνα προσκυνήσωμεν τον Άγιον Τάφον του Κυρίου, και το θέλημα του Κυρίου γενέσθω» και ευθέως μετά δακρύων και οδυρμών ανεχώρησαν και μετέβησαν εις Ιόππην, και εν πλοίω αναβάντες και ικανάς ημέρας πλεύσαντες έφθασαν Θεού οδηγία εις το ποθούμενον του Άθωνος Όρος, και περιήρχοντο εν αυτώ και ελθόντες εις την Μονήν ταύτην, δηλαδή του Ζωγράφου, και εισελθόντες εις τον Ναόν, προς άρρητον αυτών χαρά και μέγαν θαυμασμόν, εύρον το εγκαταλειπόν αυτούς πρόσωπον του Αγίου Γεωργίου, υπό θαυμαστής ενεργείας και θείας πρόνοιας προσκοληθέν επί νέας σανίδος, και γνωρίσαντες αυτό όλως άτρεπτον και αναλλοίωτον, καθώς ην και εν τη του Φανουήλ Μονή το πρότερον, προσέπεσον έμπροσθεν της αγίας εικόνος και το έδαφος τοις δάκρυσι καταβρέχοντες έλεγον : «Τί τοσαύτη λύπη περιέβαλες ημάς, μεταναστεύσας ενθάδε, ώ Μεγαλομάρτυς Γεώργιε»! οι δε Μοναχοί της Μονής μόλις κατέπαυσον του δακρύειν επηρώτουν αυτούς τίς είναι η αιτία του τοσούτου αυτών κοπετού (καθότι δεν εγίνωσκον εισέτι τα παρά του αγίου πραχθέντα) οι δε εδιηγήθησαν αυτοίς άπαντα, όσα εις αυτούς διεπράξατο ο Άγιος κ’ακείνοι δε πάλιν εδιηγήθησαν τοις ελθούσιν, όσα και ενταύθα ενήργησεν ο αυτός Μεγαλομάρτυς Γεώργιος όθεν αμφότεροι εδόξασαν ολοψύχως τον Κύριον και τον αυτού θεράποντα μεγαλομάρτυρα Γεώργιον, τον δε ρυθέντα Ηγούμενον της του Φανουήλ Μονής Ευστράτιον και ενταύθα κατέστησαν Ηγούμενον.

Έκτοτε λοιπόν αφθόνως, ήρξαντο να εκτελώνται θαύματα εκ της του Μεγαλομάρτυρος Εικόνος, τοσούτον ώστε ο λαός εις πλήθος συνέτρεχεν εις την του Ζωγράφου, εις προσκύνησιν του Τροπαιοφόρου και η τούτων φήμη έφθασε και εις την Κων)πολιν και μέχρι του Παλατίου του Βασιλέως Λέοντος του Σοφού, και εις ένδειξιν της κατανυκτικής αυτού ευλαβείας και ζήλου θερμού, απεφάσισεν ο Αυτοκράτωρ αυτός, ίνα μεταβή εις το Άγιον Όρος, όπως ιδή και ασπασθή την θαυματουργόν εικόνα, και ευφρανθή πνευματικώς τη συνεντεύξει των ασκητών Μωϋσέως, Ααρών και Βασιλείου, τους οποίους άπαντες και πανταχού εγκωμίαζον. Μετά ταύτα επισκέφθη την του Ζωγράφου Μονήν και ο των Βουλγάρων Βασιλεύς Ιωάννης εκ Τουρνόβου και διά της πλουσίας αυτών συνδρομής και χρηματικής καταθέσεως ήρξατο να ανεγείρηται και ανηγέρθη το λαμπρόν και μεγαλοπρεπές του Ζωγράφου Μοναστήριον, αλλά μετά ταύτα κατεδαφίσθη υπό των βαρβάρων και πειρατών. Το δε νυν ιστάμενον Μοναστήριον ανωκοδομήθη επί των αρχαίων ερειπίων, υπό του Ηγεμόνος της Μολδαυϊας Στεφάνου.

Η αγία αύτη Εικών υπάρχει προς τούτοις επίσημος, καθότι εν αυτή μέχρι σήμερον διαμένει το άκρον του δακτύλου, δι’ ού ανευλαβώς και τολμηρώς ήψατο το του Τροπαιοφόρου πρόσωπον εις ολιγόπιστος Επίσκοπος περιερχόμενος το Άγιον Όρος διότι εκχυθείσης μακράν της φήμης των θαυμάτων της αγίας ταύτης Εικόνος, ευθέως μετά την αυτής ενταύθα φανέρωσιν, ήλθε μετά των άλλων των ακουσάντων τα τοιαύτα θαυμάσια και ο Επίσκοπος εκ των πλησιοχώρων επαρχιών (κατά παράδοσιν λέγεται ότι ην ο Βοδενών), όστις τα ταιαύτα θαυμάσια απέδιδεν εις εφευρέσεις της των Μοναχών φιλοχρηματίας, και ουχί εις την δύναμιν του Θεού, την ενδεικνυομένην εν τοις Αγίοις αυτού και ουδόλως επέιθετο πιστεύσαι την τούτων γνησιότητα και βεβαιότητα.

Όθεν ίνα πιστεύση τη ιδία εαυτού δοκιμή και ίδη τοις ιδίοις όμμασιν ο αμφιβάλλων Επίσκοπος, μετέβη εις το Άγιον Όρος και απήλθεν εις την Ιεράν Μονήν του Ζωγράφου, οι δε Μοναχοί υπεδέχθησαν αυτόν μετά της πρεπούσης τιμής, και λίαν ευτάκτως ωδήγησαν αυτόν εις τον Καθολικόν Ναόν, εις προσκύνησιν του Μεγαλομάρτυρος και Τροπαιοφόρου Γεωργίου αλλ’ ο Επίσκοπος αντί του δεικνύειν αίσθημα ταπεινόν, και πιστεύων εις τα του Τροπαιοφόρου θαύματα, να πλησιάση με σεβασμόν προς το θείον αυτού πρόσωπον, αντί λέγω του να πράξη ούτως, ως έδει, ο Επίσκοπος αυτός περιήλθεν αδιαφόρως πως τον Ναόν και άνευ της οφειλομένης σεμνότητος και σεβασμού έστι ενώπιον της του αγίου εικόνος, και μετά αδιαφορίας ηρώτησε τους Μοναχούς λέγων : «αύτη είναι άρα η παρ’ υμίν θαυματουργός εικών;» και με τον λόγον ήψατο, διά του δεικτικού αυτού δακτύλου της παρειάς του Τροπαιοφόρου αλλ’ ο Θεός δεν υπέφερε την τοιαύτην τόλμην του Επισκόπου, και ο άγιος Γεώργιος επαίδευεν αμέσως επί μέρους της αυτού αδιακρισίας μόλις ο Επίσκοπος ήγγισε τον εαυτού δάκτυλον προς την του Μεγαλομάρτυρος πορειάν, και ο δάκτυλος, ώ του θαύματος ! προσεκολλήθη καλώς ώσπερ τις παραφυάς εις την παρειάν.

Μάτην ο υπό του φόβου και του θάμβους παταχθείς επίσκοπος εδοκίμασεν όλαις δυνάμεσι να αποχωρίση τον εαυτού δάκτυλον εκ της εικόνος, καθότι ο δάκτυλος προσεκολλήθη εν αυτή και κατέθλιβεν αυτόν με πόνους μαρτυρικούς όθεν επί τέλους, ώφειλεν ο δυστυχής Επίσκοπος , να υπομείνη και άκων ανατομίαν πικράν και οδυνηράν, διότι έκοψαν τον του επισκόπου δάκτυλον, και επομένως εκ τούτου επληροφορήθη εντελώς και διά της πείρας την γνησιότητα και το αληθές και την ενέργειαν των θαυμάτων του Τροπαιοφόρου και Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου.

Η Εικών αύτη του Αγίου Γεωργίου υπάρχει κεκοσμημένη δι’ ενδύματος αργυρού.

-Ειπέ μοι πόσα θαύματα περιέχει εν εαυτώ το εν θαύμα της επί της Σταυρώσεως του Θεανθρώπου Χριστού γενομένης υπερφυσικής εκλείψεως του ηλίου;

Επειδή ότε ο δεσπόζων των ουρανίων και επιγείων Ιησούς Χριστός ο Θεός ημών εσταυρώθη ισημερία ήτο εαρινή, ήτοι δωδεκάωρος η νυξ και επειδή ο ήλιος ουχί παρ’ εαυτού εσκοτίσθη, αλλ’ η σελήνη, αν και ήτο πανσέληνος, και δεκατεσσάρων ημερών υπελθούσα τον ήλιον και συνοδεύσα εσκότασεν τον ήλιον, καθώς ο θείος Διονύσιος ο Αρειοπαγίτης, και είδε διά των οφθαλμών του την σύνοδον ταύτην των δύο φωστήρων, του ήλιου και της σελήνης και την επισκότησιν εν Ηλιουπόλει της Αιγύπτου ευρισκόμενος συν τω Απολλοφάνει, και φανερώς γράφει περί αυτής της επισκοτήσεως εν τη προς Πολυκάρπον επιστολή τούτων, λέγω, ούτω προεγνωσμένων, βλέπε πόσα ηκουλούθησαν θαύματα, και πόσοι νόμοι της φύσεως μετεβλήθησαν εν τη υπερφυσική ταύτη εκλείψει, κατά την ημέραν της Σταυρώσεως του Χριστού.

Π ρ ώ τ ο ν, Ότι κατά τους νόμους της φύσεως, εν καιρώ πανσελήνου αδύνατον είναι να συνοδεύση ο ήλιος μετά της σελήνης επειδή τότε ευρίσκονται οι δύο φωστήρες κατά διάμετρον, εις απόστασιν δώδεκα ωρών. Ήτοι, εάν ο ήλιος ευρίσκεται εις το επάνω της γης μεσημβρινόν, και εις το κατά κορυφήν μέσον σημείον του ουρανού το καλούμενον Ζενίθ, η σελήνη ευρίσκεται επ’ ευθείας κατά διάμετρον, εις το υποκάτω της γης μέσον σημείον του ουρανού, το καλούμενον Ναδίρ. Και αντιστρόφως ομοίως, και εάν ο ήλιος ευρίσκεται εν τη δύσει, η σελήνη ευρίσκεται εν τη ανατολή. Αντιστρόφως όμως εν τη σταυρώσει του Θεανθρώπου Χριστού οι φυσικοί ούτοι νόμοι μετεβλήθησαν και έγινε σύνοδος ηλίου και σελήνης υπερφυσική και παράδοξος, ήτις ομοία ουδέποτε έγινε και ούτε πρόκειται να γίνη. Όθεν έγραφε τω Πολυκάρπω ο πορρηθείς μέγας Διονύσιος.

«Είπε δε αυτώ (τω Αππολοφάνει μείναντι εν τη απιστία) τί λέγεις περί τω σωτηρίω Σταυρώ γεγονυίας εκλείψεως; Αμφότερων γαρ τότε κατά Ηλιούπολιν άμα παρόντων τε και γαρ τότε κατά Ηλιούπολιν άμα παρόντων τε και συνεστώτων παραδόξως τω ηλίω την σελήνην εμπίπτουσαν εωρώμεν, ου γαρ συνόδου καιρός ήν».

Δ ε ύ τ ε ρ ο ν, Ότι η σελήνη παρεμπόδισεν έμπροσθεν, και εις μίαν στιγμήν επήρε δώδεκα ολοκλήρους ώρας. Εν τη στιγμή γαρ εκείνη, κατά την οποίαν έπρεπε να ευρεθή εν τω υποκάτω της γης Ναδίρ, αυτή η σελήνη ευρέθη εν τω υπεράνω της γης Ζενίθ.
Επειδή τρέξασα μετ’ αρρήτου και σχεδόν ανεννοήτου ταχύτητος, κάτωθεν από του μέσου του υπό γην ημισφαιρίου, έως εις το άλλο υπέρ γην ημισφαίριον, έφθασεν η σελήνη τον ήλιον, κατά το μέσον του ουρανού, εν μεσημβρία τη ώρα 12η (6η) της ημέρας εν η εσταυρώθη ο εκ μη όντων εις το είναι παραγαγών τα σύμπαντα, ο Παντοκράτωρ Χριστός και ούτω συνώδευσε μετ’ αυτού, η σελήνη τον ήλιον τρείς ώρας.

Τ ρ ί τ ο ν, Ότι η σελήνη αφού συνόδευσε μετά του ηλίου, το προς ημάς εστραμμένον μέρος αυτής, ήτοι ο δεκατεσσάρων ημερών ολόκληρος δίσκος της σελήνης έμεινε τελείως αφώτιστος στερηθείς ουχί μόνον του εκ του ήλιου ξένου φωτός, αλλά και του ιδίου. Έχει γαρ και η σελήνη φως ίδιον, το ονομαζόμενον τεφρόν, που προέρχεται εκ της ανακλάσεως του φωτός της γης, κατά την κοινήν γνώμην των παλαιών και νεωτέρων αστρονόμων.
Ώσπερ λοιπόν εν ταις νουμηνίαις οράται το ίδιον της σελήνης γως, διότι τότε υπό τον ήλιον έστιν, ως οι αστρονόμοι λέγουσι, ούτως έπρεπε και επί της Σταυρώσεως του Χριστού τουλάχιστον να οράται το ίδιον της σελήνης φως, υπό τον ήλιον αμέσως ευρισκομένης.
Τότε όμως η σελήνη και του ιδίου φωτός, στερηθείσα, περισσότερον εσκοτίσθη και εζοφώδη, παρά όσον σκοτίζεται και ζωφούται, όταν φυσικώς εκλείπη με κεντρικήν έκλειψιν, του ηλίου υπό την γην όντος • ήτοι όταν τη κωνοειδή σκιά της γης εμπίπτη η σελήνη και με όλον οπού τότε δεν ήτο κανέν τοιούτον αίτιον, όπερ να προξενή εις την σελήνην την βαθείαν επισκότησιν ταύτην.

Τ έ τ α ρ τ ο ν, Ότι η σελήνη, πανσέληνος μεν ευρισκόμενη φωτίστος δε, εσκέπασεν όλον τον δίσκον του ηλίου όθεν εχάθη σχεδόν και αφανής εγένετο τότε από των οφθαλμών των ορώντων ο ήλιος.
Εφάνησαν πάντα σχεδόν τα άστρα και η λαμπρά μεσημβρία της μεγάλης Παρασκευής, όπου εσταυρώθη ο Χριστός, έγινε βαθύτατον μεσονύκτιον.
Και ακολούθως η επισκότισις αύτη του ηλίου έγινε παγκόσμιος, και οικουμενική πράγμα το οποίον ουδέποτε ακολουθεί, όταν γίνηται η φυσική σύνοδος του ηλίου μετά της σελήνης, όταν είναι πανσέληνος. Διά τούτο είπον συμφώνως εμού και οι τρείς ευαγγελισταί, ο Ματθαίος «Και σκότος εγένετο επί πάσαν την γην» ο Μάρκος «Σκότος εγένετο εφ’ όλην την γην», και ο Λουκάς «Και σκότος εγένετο εφ’ όλην την γην».

Π έ μ π τ ο ν, Ότι η σελήνη, αφού εσκέπασεν όλον τον δίσκον του ηλίου ηκολούθησε μετ’ αυτού προς την δύσιν, σκεπάζουσα τον ήλιον τρείς ολοκλήρους ώρας, ήτοι έως της 3ης μ.μ. (ενάτης) ώρας, ως οι θείοι λέγουσιν Ευαγγελισταί δηλαδή ουχί κατ’ ολίγον ή ολίγον σκεπάζουσα τον ήλιον ή αποσκεπάζουσα κατ’ ολίγον καθώς ακολουθεί εις τας φυσικάς εκλείψεις αλλ’ επίσης όλον τον ήλιον σκεπάζουσα εν ταις τρισίν ώραι ταύταις, όπερ εστίν υπερφυές, παράδοξον και ακατάληπτον.

Έ κ τ ο ν, Ότι, αφού η σελήνη τρεις ώρας σκέπασε τον ήλιον, πάλιν τον εξεσκέπασε εναντίον όμως της φυσικής τάξεως διότι όταν του ηλίου και της σελήνης γίνηται σύνοδος φυσική, και επισκότισις του ηλίου μέρος, εκείνο πρώτον πάλιν φωτίζεται.
Τότε δε, το μεν πρώτον μέρος, όπερ εσκοτίσθη του ηλίου, εκείνον ύστερον φωτίζεται και πάλιν το ύστερον μέρος όπερ σκοτίσθη, εκείνο πρώτον φωτίζεται. Όθεν έγραφεν προς Πολύκαρπον ο αυτός θείος Διονύσιος περί τούτου λέγων «Και αύθις ουκ εκ του αυτού και την έμπτωσιν, και την ανακάθαρσιν, αλλ’ εκ του κατά διάμετρον εναντίου γεγενημένην».

Έ β δ ο μ ο ν, Ότι αφού η σελήνη ηκολούθησε μετά του ηλίου προς την Δύσιν, σκεπάζουσα αυτόν τρείς ώρας, έως της 3 μ.μ. (9ης ) ώρας της ημέρας, δεν τον ηκολούθησε περισσότερον, ουδέ συνεβασίλευσε μετ’ αυτού.


Αλλά αφίνουσα η σελήνη τον ήλιον εκεί, εις τον της 3ης μ.μ. (9ης ) ώρας τόπον του ουρανού, αυτή η σελήνη 9 ώρας οπισθοδρόμησεν και εγύρισεν πάλιν εις την ανατολήν.

Όθεν μετά τον διαχωρισμόν και έως ότου να προχωρήση ο ήλιος των τριών ωρών το διάστημα του ουρανού, όπου έμεινεν, έως ότου να τελειώση η ημέρα, και να βασιλεύση εις την δύσιν του, τότε και η σελήνη επισπεύδουσα, ως είπομεν και τας εννέα ώρας όπου ήτο απομακρυσμένη από την Ανατολήν, τας έτρεξεν μόνον εις τρεις ώρας, και επέστρεψεν εις την Ανατολήν.

Και ούτως, ότε ο ήλιος ευρέθη εις το άκρον της δύσεως και εβασίλευσεν τότε και η σελήνη ευρέθη κατά διάμετρον εις το άλλον άκρον της ανατολής, ώστε απεκατεστάθησαν πάλιν οι δύο φωστήρες, η σελήνη και ο ήλιος, και επανήλθον εις την φυσικήν τάξιν, και απόστασιν των 12 ωρών και εγένετο Πανσέληνος!
Όθεν και περί τούτου έγραφε τω Πολυκάρπω ο Διονύσιος «Αυθίς τε αυτήν (την σελήνην δηλ.) εωρώμεν από της 3ης μ.μ. (εννάτης) ώρας άχρι της εσπέρας εις την του ηλίου διάμετρον υπερφυώς αντικαταστάσαν. Ανάμνησον δε τι και έτερον αυτόν, (τον Απολλοφάνη δηλ.) οίδε γαρ ότι και την έμπτωσιν αυτήν εξ ανατολών εωράκαμεν αρξαμένην, και μέχρι του ηλιακού πέρατος επελθούσαν, έπειτα δε επιστρέψασαν».

Ώστε διά να συμπεράνωμεν τα προρρηθέντα, επί της Σταυρώσεως του σαρκοφόρου Θεού Ιησού Χριστού του Θεού ημών, η σελήνη δεκαπέντε ώρας προεπορεύθη ήτοι επήγεν έμπροσθεν του φυσικού δρόμου και διαστήματός της.
Δώδεκα μεν ώρας, έως ότου ήλθε από του κάτωθεν του μεσονυκτίου σημείου του ουρανού, του λεγομένου Ναδίρ και έφθασε τον ήλιον εις το της μεσημβρίας σημείον του αυτού ουρρανού, του λεγομένου Ζενίθ.
Τρείς δε ώρας, εν ταις οποίας ηκολούθησε τον ήλιον προς δυσμάς, σκεπάζουσα τον ήλιον.
Και εννέα ώρας η αυτή σελήνη επέστρεψε, ήτοι εγύρισε οπίσω εις την ανατολήν εγκαταλείψασα τον ήλιον 3 ώρας πριν να βασιλεύση ούτος.

Και λοιπόν η σελήνη εποίησε το εν νυχθήμερον αυτής εις ώρας ολοκλήρους τεσσαράκοντα δύο. Ήτοι, εξ μεν ώρας, ας είχε λάβει από της φυσικής αυτής δύσεως, έως ου ήλθεν εις το μέσον του υπό γην ημισφαιρίου, του λεγομένου Ναδίρ. Και 12 ώρας από Ναδίρ έως την μεσημβρίαν, 3 ώρας συμβαδίσασα μετά του ηλίου, 9 ώρας απόστασιν όπου επέστρεψεν εις την Ανατολήν, 12 ώρας από την Ανατολήν εις την Δύσιν της συμπληρώσασα, ως ελέχθη, το νυχθημέρον εις 42 ώρας.

Ιδού πόσα θαύματα περιέχει εν εαυτώ μοναχόν το εν θαύμα της υπερφυσικής και ακατανοήτου εκλείψεως του ηλίου, όπερ έγινεν επί της Σταυρώσεως του Κυρίου ημών Χριστού του Θεού. Δόξασον λοιπόν τον ένα της Αγίος Τριάδος Θεόν Λόγον, σαρκωθέντα Χριστόν, όστις, έστω και κατά σάρκα, όπου εκρεμάτο επί του σταυρού, αλλά κατά την θεότητα ΘΕΟΣ ΛΟΓΟΣ ων εστάθη και παντοδύναμος, διότι είναι το δεύτερον πρόσωπον της Παντοκρατορικής Τριάδος και ενήργει τοιούτα τεράστια, καθώς έλεγε πάλιν ο αυτός Άγιος Διονύσιος.

«Τοσαύτα εστι του τότε καιρού τα υπερφυή, και μόνω Χριστώ τω παναιτίω δυνατά, τω ποιούντι μεγάλα και εξαίσια, ων ουκ έστιν αριθμός». (Επιστ. Προς Πολύκαρπον).

Τούτο το πολυθαύμαστον θαύμα της εκλείψεως του ηλίου, ακριβώς ερευνηθέν, εστάθη αρκετόν να γνωρίση εις τον Διονύσιον, και Απολλοφάνη, ειδωλολάτρας τότε όντας, την θεότητα του μεγάλου Θεού Ιησού Χριστού. Ο μεν γαρ θείος Διονύσιος ταύτην θεωρήσας, προεμάντευσε και είπεν «Άγνωστος σαρκί πάσχει Θεός, δι’ ον το παν εζόφωταί τε και σεσάλευται». Ο δε ειδωλολάτρης μείνας Απολλοφάνης προεμάντευσε και αυτός, και είπεν εις τον θείον Διονύσιον. «Ταύτα, ώ καλέ Διονύσιε, θείων πραγμάτων, κατά τον Παχυμέρη μεταβληθήσεται γαρ η πλάνη προς την αλήθειαν το σκότος εις το φως ο θάνατος εις ζωήν ο άνθρωπος γεννήσεται Θεός, και τα τούτοις όμοια.

Την έκλειψιν ταύτην αναφέρει και Φλέγων εκ των Ελλήνων ο χρονογράφος, εν 13ω των χρονογραφιών και Ευσέβιος ο Παμφίλου και εκ των υστέρον, ο θείος Μάξιμος, ο Πολυμέρης, Γεννάδιος ο Σχολάριος, ο Νικηφόρος Θεοτόκης, και ο Ιησουίτης Κορδέριος εν τοις νεωστί εκδεδομένοις βιβλίοις εις δύο τόμους του αγίου Διονυσίου.
Και ο προφήτης Μωυσής περί της Σταυρώσεως του Χριστού φανερώς λέγει ως εξής. «Όψεσθε την ζωήν Υμών επί ξύλου κρεμαμένην απέναντι των οφθαλμών υμών».
Διά της οποίας εκάλεσεν ημάς ο Υιός του Θεού προς Θεογνωσίαν, γενόμενος άνθρωπος, ήτοι διά του Σταυρωθέντος και Αναστάντος Χριστού του Θεού ημών, η των δαιμόνων θρησκεία πέπαυται, και η ομοούσιος Τριάς, ο Πατήρ, ο Υιός και το Άγιον Πνεύμα λατρεύεται, η κτίσις τω θείω αίματι του Χριστού ηγιάσθη, βωμοί ειδώλων καθηρέθησαν, Αναστάσεως ελπίς, διά της Χριστού Αναστάσεως εδωρήθη, διά Σταυρού, και διά των παθών του Χριστού και θάνατος κατηργήθη και διά της Αναστάσεως δε πάντα ταύτα κατωρθώθη.

Εις πάσαν την γην το Ευαγγέλιον της θεογνωσίας κεκήρυκται, ουχί πολέμω, και όπλοις, και στρατοπέσοις, τους εναντίους τροπούμενον αλλά δι’ ολίγων γυμνών, πτωχών, και αγραμμάτων, οίτινες διωκόμενοι, θανατούμενοι, τον Χριστόν Σταυρωθέντα σαρκί και θανόντα, και Αναστάντα κηρρύτοντες των σοφών και Βασιλέων ισχυρών και δυνατών κατεκράτησαν με του Σταυρωθέντος Χριστού, την παντοδύναμιν δύναμιν. Έπεται δε τω Σταυρώ και η Ανάστασις. Το σημείον λοιπόν του Εσταυρωμένου θεανθρώπου Χριστού προσκυνούμεν, διότι ένθα σημειωθή ο Σταυρός, εκεί και ο Χριστός διότι ο Θεός Λόγος, είναι πανταχού παρών και τα πάντα πληρών. Προσκυνούμεν την ύλην και πάντα όσα τω Θεώ ανακείμενα ως το σέβας προσάγοντες τω Θεώ εάν όμως ο χρυσός ή οι λίθοι είναι τίμιοι, μετά την του Σταυρού τυχωσιν εις την διάλυσιν δεν είναι προσκυνητέα. Σημείον δέδοται επί μετώπου ο Σταυρός, ον τρόπον εις τους Εβραίους η Περιτομή.

Όθεν και διά του Σταυρού οι πιστοί των απίστων και των βλασφημούντων τον Σταυρόν, αποδιϊστάμεθα και γνωριζόμεθα. Κατά τον αυτόν τρόπον οι Τούρκοι και οι Εβραίοι, οι εξ ανάγκης ευρισκόμενοι εις χριστιανικά κράτη, υποκρινόμενοι τον χριστιανόν, αποδιίστανται των χριστιανών με το σύνθημα της αναγνωρίσεως, διά της βλασφημίας Χριστού, Σταυρού και Παναγίας. Διά αυτό, όταν ακούωμεν τας βλασφημίας των χλευαζόντων τους Κληρικούς, τότε άνευ αντιλογίας και αμφιβολίας, πειθόμεθα ότι όλοι οι βλασφημούντες δεν είναι Χριστιανοί, αλλ’ είναι Τούρκοι, άπιστοι άθεοι και Μασσώνοι εκ των οποίων και ο Θεός απαιτεί δίκας, διότι ως η θεία Γραφή μαρτυρεί, ότι κατά τον κατακλυσμόν επήγαγε, και των Σοδομητών μετά των κατοικούντων ενέπρησεν γην, την Ιερουσαλήμ κατέστρεψε, και τους Εβραίους ηχμαλώτευσε και πανταχού εις την γην ως δραπέτας περιήγαγε αλλ’ οι Εβραίοι ουκ ηβουλήθησαν συνιέναι, ίνα πιστεύσωσι Χριστώ τω Θεώ, όπου διά του τοιούτου θαύματος της υπερφυσικής εκλείψεως την εαυτού θεότητα τοις ανθρώποις εδήλωσεν.

Ώ πρέπει η δόξα συν τω ανάρχω Πατρί και αγίω Πνεύματι εις αιώνας αιώνων.

Διήγησις περί της Θαυματουργού Εικόνος των Χαιρετισμών της Υπεραγίας Θεοτόκου της ευρισκομένης εν τω Ιερώ Κοινωβίω του Διονυσίου


Περί της Θαυματουργού Εικόνος διεβεβαιούται, ότι αύτη η αγία Εικών εστίν εκείνη η ίδια, ενώπιον της οποίας κατά πρώτον εξεφωνήθη ο υπό του Πατριάρχου Σεργίου συντεθείς ακάθιστος ύμνος της Θεοτόκου, μετά την κατά των Σκυθών τελείαν νίκην. Αφιέρωσε δε αυτήν ο ευσεβέστατος Βασιλεύς Αλέξιος ο Κομνηνός εγχειρήσας αυτήν ιδιοχείρως τω Οσίω Διονυσίω τω της Μονής Κτήτορι, ευρισκόμενος εις την Τραπεζούντα. Ούτως είναι γεγραμμένον όπισθεν της εικόνος εν αργυρά πλακί.

Κατά δε το 1592 έτος πειραταί έκλεψαν αυτήν, αλλ’ εν μία των νυκτών εν τρομερόν όραμα κατετρόμαξε τον αρχηγόν αυτών, τον οποίον διέταξε το όραμα να επιστρέψη αυτήν ότε δε έφερον εις την Μονήν το κιβώτιον το περιέχον την αγίαν Εικόνα και ήνοιξαν αυτό, εύρον αυτό πλήρες ευωδεστάτου μύρου τούτο δε τόσον κατεφόβισε τινας των πειρατών, ώστε εγένεντο Μοναχοί.

Αλλά και κατά το 1767 έτος και δεύτερον έκλεψαν αυτήν ετερόθρησκοι, τους οποίους ευρόντες καθ’ οδόν Χριστιανοί, αφήρεσαν απ’ αυτών την αγίαν Εικόνα και μετεκόμισαν εις την νήσον Σκόπελον, όπερ μαθόντες οι Μοναχοί απήλθον, ίνα παραλάβωσιν αυτήν εκείθεν, αλλά δεν ηδυνήθησαν, καθότι οι κάτοικοι δεν ηθέλησαν να την δώσωσιν.

Μετά ταύτα, παταχθείσης απάσης της νήσου υπό λοιμικής νόσου, επέστρεψαν αυτήν μόνοι αυτοθελήτως οι κάτοικοι εις την Μονήν, αφιερώσαντες και εν Μετόχιον εις ευχαριστίαν εν τη ιδία νήσω Σκόπελω, το οποίον Μετόχιον και μέχρι της σήμερον υπάρχει υπό την δεσποτείαν της Μονής.

Λείψανα του αγίου μύρου φαίνονται και μέχρι σήμερον επί της αγίας Εικόνος. Η αγία αύτη Εικών ευρίσκεται εν τω παρεκκλησίω των Χαιρετισμών της Υπεραγίας Θεοτόκου και καθ’ εκάστην εσπέραν εν καιρώ αποδείπνου συνερχόμενοι άπαντες οι αδελφοί εν τω παρεκκλησίω τούτω, αναγινώσκουσι τον Ακάθιστον ύμνον ενώπιον αυτής.

Ο Ρώσσος Προσκυνητής Βασίλειος Βάρσκων, όστις κατά το 1724 και 1744 έτος επεσκέφθη το Άγιον Όρος, ούτως εκφράζεται περί της αγίας ταύτης Εικόνος :

«Εκεί (εν τω του Διονυσίου Μοναστηρίω) ευρίσκετο ουχί προ πολλών ετών και Θαυματουργός εικών της Υπεραγίας Θεοτόκου, ήτις παραδόξως έβλυσε μύρον εξ όλης της περιγραφής αυτής, ώστε και όλον το αργυρούν αυτής ένδυμα εβράχη εκ του μύρου τα νυν δε ευρίσκεται εν τη Νήσω τη λεγομένη Σκοπέλω, ελθών δε ποτε εις την Μονήν ταύτην εις πειρατής, αρχηγός των τότε λοιπών πειρατών, και αρπάσας την αγίαν εικόνα δυναστικώς και παρά την γνώμην των τότε λοιπών πειρατών, και π α ρ ά την γνώμην των εν αυτή Μοναχών, κατακλείσας αυτήν εντός κιβωτίου αυτού εν τω πλοίω, απέπλευσεν απειλών και υβρίζων τους Μοναχούς αποπλεύσας ουν μακράν κατ’ εκείνην την ημέραν, το εσπέρας βλέπει τρις όναρ την Υπεραγίαν Θεοτόκον, απειλούσαν και λέγουσαν αυτώ : «Διατί, πονηρέ κλειδούχε, κατησφάλισάς με εν τη φυλακή επίστρεψον και μετακόμισόν με εν τω εμώ καταλύματι, ένθα ησύχως και ειρηνικώς διήγον». Ούτος δε είτε μη κατανοήσας, είτε περιφρονήσας τους λόγους τούτους, διϋπνισθείς ουδέν περί τούτου εφρόντισεν ούτε εσυλλογίζετο και ευθέως ηγέρθη εις την θάλασσαν άνεμος σφοδρός και τρικυμία φοβερά, ώστε το πλοίον εκινδύνευεν αύτανδρον και τότε μόλις ενεθυμήθη περί της αγίας εικόνος, όθεν έδραμεν εις το κιβώτιον αυτού και εύρεν αυτό συντετριμμένον εις πολλά τμήματα, την δε αγίαν εικόνα περικεχυμένην υπό πλήθους μύρου ευωδεστάτου ρέοντος εξ αυτής. Άμα δε έλαβεν αυτήν εις τας χείρας αυτού, ευθέως ήρξατο και ο σφοδρός άνεμος και η τρικυμία να κατευνάζωνται, και προς τούτοις εβιάζετο και υπό των συντρόφων αυτού, ίνα επιστρέψωσιν εις την Μονήν όθεν προσορμισθέντες εις τον λιμένα παραλάβωσιν αυτής εντίμως. Οι δε Μοναχοί ακούσαντες το τοιούτον θαύμα αμέσως κατήλθον ενδεδυμένοι τας ιεράς στολάς, μετά λαμπάδων και θυμιαμάτων, και λαβόντες εκείνην την τίμιαν εικόνα της Θεομήτορος, και φέροντες εις το Καθολικόν Ναόν έθεσαν αυτήν εις τον διατεταγμένον αυτή τόπον. Ο δε πειρατής εκείνος εδείκνυε τα τμήματα του κιβωτίου αυτού και τα εαυτού ενδύματα καταβρεγμένα από το εωδέστατον εκείνο Μύρον, το ρεύσαν εκ της αγίας εικόνος, ώστε εξέστησαν άπαντες πολλοί δε των συντρόφων αυτού αφέντες την πειρατικήν αποτρόπαιον εργασίαν και αρπαγήν μετενόησαν και ανεχώρησαν απ’ αυτού, όσοι δε εσκληρύνθησαν τη καρδία κακώς απωλέσθησαν».


Το θαύμα περί του φονευθέντος υπό των Ιουδαίων και αναστηθέντος υπό της Θεομήτορος



Εις μίαν Εκκλησίαν είχον συνήθειαν οι Χριστιανοί και έψαλλαν τινάς Λιτανείας και εγκώμια της Αειπαρθένου Μαρίας αναμεταξύ εις τα οποία έλεγαν έναν Ύμνον, εις το τέλος του οποίου είναι ταύτα γεγραμμένα. «Αισχυνέσθωσαν οι ασεβείς Ιουδαίοι». Μίαν ημέραν ουν συναθροισθέντες οι Ορθόδοξοι εις την Εκκλησίαν, προσεκάλεσαν έναν ευλαβή, όστις είχε φωνήν μελωδικήν και ωραίαν και του είπαν να ψάλλη τον Ύμνον μεγαλοφώνως και ψάλλοντας έτυχε, και περνώντες τινες Ιουδαίοι απ’ εκείνον τον Ναόν ήκουσαν τον λόγον εκείνον που έψαλλεν ο νέος εις αισχύνην αυτών και κατάκρισιν, και θυμωθέντες μεγάλως, εσυμβουλεύθησαν να τον φονεύσουν, όταν εύρουν καιρόν επιτήδειον.

Λοιπόν εις ολίγας ημέρας τον επήραν εις τον αμπελώνα αυτών, προφασιζόμενοι αιτίαν τινά, και εκεί τον εφόνευσαν, και έριψαν εις τόπον απόκρυφον.
Τότε, αφού οι φονείς ανεχώρησαν, παρεγένοντο η παντοδύναμος Δέσποινα, ήτις αναστήσασα αυτόν τον επρόσταξε να ψάλλη αφόβως τους Ύμνους της.
Ο δε ευχαριστήσας αυτής επήγε πάλιν εις τον Ναόν, και έψαλλε καθ’ εκάστην μελωδικώτερα. Ιδόντες δε αυτόν οι φονείς Ιουδαίοι εξέστησαν, και τον ηρώτησαν μυστικώς, εάν ήτο εκείνος, οπού εφόνευσαν, και ανέστηθη.
Ο δε είπεν αυτοίς ότι η Αειπάρθενος Μήτηρ του Ιησού τον ανέστησε, διότι έψαλλε τα εγκώμιά της.
Από ταύτην την θαυματουργίαν επίστευσαν ου μόνον οι φονείς, αλλά και οι συγγενείς και φίλοι τους, και έτεροι πλείστοι, βαπτισθέντες εις το όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος ώ η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν

Το θαύμα της Θεοτόκου περί κοινωνήσαντος Ιουδαίου παιδός και μη χωνευθέντος υπό του πυρός της καμίνου



Εις τα μέρη της Ανατολής ήτο τις Ιουδαίος έχων παιδίον χρόνων επτά τούτο ανταμώθη μίαν ημέραν μετά των χριστιανών, και πηγαίνοντας εις την εκκλησίαν εκοινώνησε το τίμιον Σώμα και Αίμα του Κυρίου, καθώς είδε τα άλλα παιδία και έκαμναν. Ο γαρ Ιερεύς νομίζων ότι είναι χριστιανού παιδίον, το εκοινώνησεν.

Αφού δε έφαγε το Αντίδωρον, απήλθεν εις τον οίκον αυτού, και το ανήγγειλε εις τους Γονείς του.
Ο Πατήρ αυτού εθυμώθη, ως εχθρός του Χριστού, και θέλοντας να εκδικηθή την ύβριν, όπου το βρέφος έκαμε (καθώς έκαμε (καθώς και αυτός ο πλανεμένος ενόμισε) του Μωσαϊκού νόμου, ήρπασεν ευθύς το ανεύθυνον, και το έρριψεν εις μίαν αναμμένην κάμινον, βάνοντας και έτερα ξύλα περισσά, διά να χωνεύση ταχύτερον.
Αλλ’ ο εν μέσω της Χαλδαϊκής καμίνου τους τρεις Παίδας αβλαβείς διαφύλαξας, εσκέπασε και αυτό το ευλογημένον, και δεν εχωνεύθη υπό του παμφάγου πυρός, αλλά εστέκετο ώσπερ να ήτο εις δρόσον αναπαυμένον.

Τούτο ακούσασα η Μήτηρ αυτού έδραμε μετά οδυρμών, νομίζουσα να το εύρη στάκτην γενόμενον. Απελθόντες δε και άλλοι χριστιανοί, είδασι το παιδίον ιστάμενον εν τω μέσω της φλογός σώον και υγιές, και μήτε ένδυμα μήτε τρίχα της κεφαλής του εβλάφθη. Αφού λοιπόν το έβγαλον έξω μετά θάμβους πολλού και εκπλήξεως, εβόησαν άπαντες, ότι έπρεπε να ρίψουν εις την κάμινον τον Πατέρα του, ίνα λάβη την αυτοπάθειαν.
Έδεσαν ουν αυτόν, και έρριψαν έσω, και ευθύς εχωνεύθη ο άθλιος. Το δε παιδίον ερωτηθέν απεκρίνετο λέγων.
Η γυνή εκείνη, ήτις είναι εις την εκκλησίαν, όπου έφαγα το ψωμί, και κρατεί το βρέφος εις την αγκάλη της, έστεκε πλησίον μου και εσκέπαζέ με με το επανωφόρι της, και δεν μου ήγγιζεν η φλοξ καθόλου.

Τότε κατάλαβαν, ότι η Παναγία ήτο οπού το έσκεπεν διά την χάριν της ιεράς Κοινωνίας. Ούτω λοιπόν γνωρίσασα η Ιουδαία την αληθή πίστιν, ανεγεννήθη μετά του παιδός, βαπτισθέντες εις το όνομα της Αγίας Τριάδος.
Έτι δε και έτεροι Ιουδαίοι διά ταύτην την αιτίαν επίστευσαν εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, ώ η δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.

Ειπέ μοι διά την Θεοτόκον τας εντυπώσεις της θυγατρός του Ποντίου Πιλάτου ;



- Εντυπώσεις ως εθεάσαντο την Θεοτόκον η του Πιλάτου Θυγατέρα Αυρηλία, προς τον Υιόν του Ηρώδου Βασιλέως διαλεγόμενη ταύτα έλεγεν.

Πριν του Ηλίου δύοντος το φως
το τρέμον πέση,

Γυνή τις με υπήντησεν
την ηλικίαν μέση.

Σιτόχρους, κυανόφθαλμος, ξανθόκομος, ωραία

Τω σώματι, ανάστημα ΘΕΑ ΓΙΓΑΝΤΙΑΙΑ •

Και μύρα ευωδίαζε και ρόδα Παραδείσου.

Και πόθεν αύτη; Έκθαμβος ηρώτησα, και ποία;

Η Μήτηρ αύτη του Χριστού, με είπαν η Μαρία.

Την επανείδα πίστευσε, στο μέτωπον ως κρίνον,

Επέλαμπε διάδημα ηλιακών ακτίνων.

Ειπέ μοι την απόφασιν διά τον σταυρικόν θάνατον του Χριστού


Η απόφασις του Πόντιου Πιλάτου κατά Ιησού Χριστού η κατακρίνασα αυτόν εις θάνατον σταυρικόν και εν μέσω δύο ληστών, έχει ως εξής :

Τω εβδόμω και δεκάτω Τιβερίου Καίσαρος, Βασιλέως Ρωμαίων, Μονάρχου ανικήτου, ... επί της Διοικήσεως Ιερουσαλήμ, ηγεμόνος κρατίστου Ποντίου Πιλάτου, επιστάτου της κάτω Γαλιλαίας Ηρώδου του Αντιπάτρου, της άκρας Αρχιερωσύνης Άννα και Καϊάφα, Αλιάσου και Μαείλ μεγίστων εις τον Ναόν, Ραμπάν . Αμαμπέλ, Γιοκένου εκατοντάρχου, υπάτου Ρωμαίων της πόλεως Ιερουσαλήμ, Σουμπημασαξίου Ποπιλίου Ρούφου.

Εγώ ο Πόντιος Πιλάτος, Ηγεμών διά της βασιλείας Ρωμαίων, επί του Πραιτωρίου της αρχηγεμονίας, κρίνω και κατακρίνω και καταψηφίζω εις θάνατον σταυρικόν τον Ιησούν, τον λεγόμενον Ναζωραίον και από πατρίδος Γαλιλαίας, άνθρωπον στασιώδη κατά του Μωσαϊκού νόμου και εναντίον του μεγαλοπρεπούς βασιλέως Ρωμαίων Τιβερίου Καίσαρος, και ορίζω και αποφαίνομαι τον θάνατον αυτού σταυρικόν μετά των άλλων κατά το σύνηθες των καταδίκων.
Επειδή συνήθροισεν αυτός πλήθος ανθρώπων πλουσίων και πτωχών, ουκ έπαυσε θορύβους εγείρων ενοχλείν την Ιουδαίαν, ποιών εαυτόν Υιόν Θεού και βασιλέα της Ιερουσαλήμ, απειλών φθοράν της Ιερουσαλήμ και του ιερού Ναού, απαρνούμενος τον φόρον του Καίσαρος και τολμήσας εισελθείν μετά Βαϊων ως θριαμβευτής και πλείστου όχλου, ώσπερ τις Ρεξ, εντός της πόλεως Ιερουσαλήμ εις τον Ιερόν Ναόν.

Και διορίζομεν τον ημέτερον πρώτον Εκατόνταρχον Κουϊντον Κορνήλιον περιεγαγείν τούτον παρρησία εις την χώραν Ιερουσαλήμ δεδεμένον, μαστιζόμενον, και ενδεδυμένον πορφύραν, εστεφανωμένον ακανθίνω στεφάνω και βαστάζοντα τον ίδιον Σταυρόν επί του ώμου αυτού, ίνα η παράδειγμα τοις άλλοις και πάσι τοις κακοποιοίς μεθ’ ου βούλομαι συνάγεσθαι δύο ληστάς φονείς και εξέρχεσθαι διά της πύλης Γιαμπαρόλας, της νυν Αντωνιανής.

Αναχθήναι δε αυτόν τον Χριστόν παρρησία επί το όρος των κακούργων, ονόματι Καλβάριον, ούτινος σταυρωθέντος και θανατωθέντος μείναι το σώμα εν τω Σταυρώ εις κοινόν θεώρημα πάντων των κακούργων, και άνω Σταυρού τίτλον τεθήναι γεγραμμένον τρισί γλώσσαις, τον :

«Ιησούς ο Ναζωραίος Βασιλεύς των Ιουδαίων». (Ελληνιστί)

«ϋέζους Ναζαρένους Ρεξ Ιουδαιόρουμ» (Ρωμαϊστί)

Ορίζομεν ουν μηδένα των ηστινοσούν τάξεως και ποιότητος τολμήσαι απερισκέπτως την τοιαύτην εμποδίσαι δίκην, ως υπ’ εμού ωρισμένην μετά πάσης σεμνότητος εις ποινήν της αυτομολίας τούτου, Εβραίου όντος, κατά τα ψηφίσματα και τους νόμους της των Ρωμαίων Βασιλείας.

Μάρτυρες της ημετέρας αποφάσεως :

Από της φυλής του Ισραήλ : Ρωάμ, Δανιήλ, Ραμπινήλ, Ιοακείν, Μπανικάν, Ροτάμ, Ιουταβέλ και Περικουλάμ.

Από της Βασιλείας και ηγεμονίας Ρωμαίων : Λούκιος, Σεξτίλος και Μαξιμίλιος.

Από των Φαρισαίων : Μπαρμπάς, Συμεών και Μονέλη.

Από των Υπάτων και δικαστών των Ρωμαίων : Ραμπάν, Μαντάνης και Μπακαρόλας.

Από της Αρχιερωσύνης : Ρωάν, Ιουάδους και Μπουκασόλης.

Νομικός Δημόσιος επί των Εγκλημάτων των Εβραίων : Μπουτάν.

Διήγησης πώς απέθανεν ο Καϊάφας εις την Κρήτην και ο Πιλάτος εις την Ρώμην



Ολίγα έτη μετά την Ανάστασιν του Χριστού, ελθόντος του Ραχαάβ από Ρώμης εις Ιεροσόλυμα μετά δύο χιλιάδων στρατιωτών και δέσαντος τον Πιλάτον αλλύσεσι σιδηραίς, ωσαύτως Άνναν τον Καϊάφαν και τους αρχιερείς, παρέλαβον τον Πιλάτον και τους συν αυτώ σιδηροδέσμιους και επορεύοντο εις Ρώμην ∙ φθάσαντες δε εις την νήσον Κρήτην, απέθανεν ο Καϊάφας, οι δε, εξελθόντες, έθαψαν αυτόν εν τινι τόπω, αλλά το παμμίαρον αυτού σώμα εξεπήδησεν έξω του τάφου, μη δεχόμενης τούτο της γης.
Ιδόντες δε οι εγχώριοι τούτο, άραντες λίθους, κατέχωσαν αυτό ∙ τους δε λοιπούς φθάσαντας εις Ρώμην τελείως ο Καίσαρ ουκ ηθέλησεν εξετάσαι αυτούς, αλλά προσέταξε τον Άνναν τον Αρχιερέα και ετύλιξαν αυτόν εντός νεαρού δέρματος βοός και έριψαν εις τον Ήλιον εν καιρώ θέρους, ξηραθέν δε το δέρμα από την υπερβολικήν καύσιν του Ηλίου και σφίγξαν αυτόν βιαίως, εξήλθον τα εντόσθια αυτού, και ούτω πικρώς ετελεύτησεν ∙ ομοίως και τον Αρχέλαον και όλους τους πρώτους των Ιουδαίων κεφαλική τιμωρία εθανάτωσε ∙ τον δε Πιλάτον εκέλευσε βαλείν εν τινι Πύργω, έξω της πόλεως, περιβεβλημένον σιδηραίς αλύσσεσι, τον οποίον εβούλετο αποκτείναι ο Καίσαρ ιδίαις χερσίν.
Εν μία ουν των ημερών εξελθών ο Καίσαρ εις την εξοχήν επί τω θηρεύσαί τι – έθος δε ην τοις αρχαίοις βασιλεύσιν, εάν τις κατάδικος ων, και δυνάμενος ιδείν το πρόσωπον του βασιλέως, λαλήση αυτώ, ερρύετο του θανάτου. – Ταύτα ειδώς ο Πιλάτος και μαθών ότι ο βασιλεύς μέλλει διελθείν πλησίον του Πύργου, έθηκε την κεφαλήν αυτού εν τινι οπή του Πύργου, ούση εν τω υπογείω, ίνα ίδη τον Καίσαρα διαβαίνοντα ∙ δραμούσα δε μία Δορκάς επορεύθη υποκάτω του Πύργου εντός της οπής εις ην ο Πιλάτος ίστατο, ιδών δε ο βασιλεύς την δορκάδα φεύγουσαν με ταχύτητα και φοβούμενος μή χάση το θήραμα, τείνας ταχέως το τόξον έρριψε κατ’ αυτής ∙ το δε τόξον εισελθόν διά της οπής εν η ο Πιλάτος ευρίσκετο, διεπέρασε διά του οφθαλμού του και φόνευσεν αυτόν.

Ταύτα δε πάντα επράχθησαν παρά του Τιβερίου Καίσαρος.

Ειπέ μοι το θαύμα περί του αναστηθέντος Θετταλού υπό του ύδατος της Ζωοδόχου Πηγής


Εις το Πεντηκοστάριον τη Παρασκευή της Διακαινησίμου αναγινώσκεται ομοίως ότι, άνθρωπός τις εκίνησεν από την Θεσσαλονίκην με πολλήν ευλάβειαν να υπάγη εις την Κωνσταντινούπολιν εις τον Ναόν της Ζωοδόχου Πηγής να προσκυνήση ακούοντας τα εξαίσια θαύματα όπου ετέλει η Μεγαλοδύναμος Δέσποινα με το ύδωρ εκείνο, από το οποίον είχε πόθον να πίη εις αγιασμόν της ψυχής του.
Λαβών λοιπόν ικανά αργύρια διά έξοδον, διά να δώση εις τον Ναόν, εισήλθεν εις το πλοίον, και αρμενίζοντας του ήλθε βαρείαν ασθένειαν, όθεν γνωρίζοντας ότι αποθαίνει, είπεν εις τον ναύκληρον.
Νομίζω, ότι δεν ήμουν άξιος να προσκυνήσω το Ναόν της Υπεραγίας, ούτε να πίω απ’εκείνο το ύδωρ το αγιώτατον • και επειδή αι αμαρτίαι μου εμπόδισαν να μη υπάγω ζωντανός, ορκίζω σε εις το όνομα της Δεσποίνης Θεοτόκου να μη με ρίψης εις την θάλασσαν, αλλά να με βάλης εις ένα σεντούκιον, να με υπάγης εις εκείνον τον άγιον Ναόν, να με ενταφιάσης εκεί, και ούτω θέλεις έχει μεν βοηθόν την Παναγίαν, αφήνω σου δε και από τα χρήματά μου εκατό χρυσά, και τα επίλοιπα να τα δώσης εις τον Ναόν εκείνον, διά μνημόσυνον της ψυχής μου.
Ταύτα λέγων ο ασθενής, ώμωσεν αυτώ ο καραβοκύρης να κάμη το θέλημάτου • και ούτω παρέδωκε το πνεύμα.
Ο δε ναύκληρος εφύλαξε το λείψανον, και μετά τρεις ημέρας έφθασεν εις την Κωστανιτούπολιν, και βγάζοντας τον νεκρόν, προσεκάλεσεν ιερείς να ψάλλουν κατά την τάξιν και να το ενταφιάσουν εις τον άνωθεν Ναόν της Παρθένου.

Και καθώς τον έψαλλαν, εφάνη του Εφημερίου να ανοίξη το σεντούκι, διότι δεν εβρώμα ως οι άλλοι νεκροί.
Ανοίξαντες λοιπόν έρριψαν επάνω εις το λείψανον τον πηλόν σταυροειδώς, κατά το συνήθες, λέγων, τον πηλόν ο κεραμεύς ζωοπλαστήσας ανεθηκάς μοι• και τα εξής. Τότε λαβών εις σύντροφος του πλοίου ολίγον ύδωρ της Ζωοδόχου Πηγής και πλησιάσας τω νεκρώ είπε ταύτα.
Ω πτωχέ, πόθον είχες να πίης από τούτο το ύδωρ και δεν επρόφθασες αλλά καν τώρα νεκρός αποδέξου το.
Ούτως ειπών έχυσε το νερόν εις το λείψανον και ευθύς (ώ των υπερφυών θαυμασίων σου ζωοπαρόχε Δέσποινα) ηγέρθη ο νεκρός και εκάθησε δοξάζων τον Κύριον και την Μακαρίαν Παρθένον.
Πόσην έκπληξιν, αδελφοί μου, νομίζετε να έλαβον οι περιεστώτες και μάλιστα οι ναύται, όπου ήτο ημέραι τέσσαρες, να αναστηθή ως τετραήμερος Λάζαρος;
Αλλ’ αυτοί μεν περισσώς εθαύμαζον• ο δε νεκρόγερτος ευχαρίστησεν ικανώς την Υπεραγίαν, και δεν αστόχησε την ευεργεσίαν αλλ’ ως ευγνώμων έμεινεν έως τέλος εις τον Ναόν της υπηρετών μετά πάσης προθυμίας γενόμενος Μοναχός ευλαβής και ενάρετος.

Ήρχοντο δε από διαφόρους τόπους, και τον ηρώτων διά τον Άδην αλλ’ αυτός ουδέν επεκρίνατο καθώς ο Λάζαρος.
Ζήσας δε θεάρεστον και θαυμαστήν πολιτείαν χρόνους είκοσι μετά την αυτού αναβίωσιν, ανεπαύσατο εν Κυρίω.
Ώ, δόξα εις τους αιώνας. Αμήν.

Recent Posts

Ετικέτες

Αρχειοθήκη ιστολογίου